Και ξαφνικά βρεθήκαμε μαζί αγκαλιασμένοι με το ρολόι να κυλάει απειλητικά εναντίον μας. Με κρατούσες σφιχτά και εγώ προσπαθούσα απλά να κερδίσω χρόνο. Χρόνο κοντά σου. Γύρω μας φωνές, κόσμος που χαιρετούσε δικούς του ανθρώπους, που γελούσε, που έτσι απλά μας προσπερνούσε και εμείς εκεί λες και ήμασταν μόνοι στον κόσμο κρατούσαμε στην μνήμη μας στιγμές. Κοιτιόμασταν στα μάτια και δίναμε υποσχέσεις πως θα προσέχουμε τους εαυτούς μας μέχρι την επόμενη φορά που οι δρόμοι μας θα μας ξαναφέρουν μαζί. Πως γίνεται να έχει τόσο κόσμο γύρω μας και εγώ να μην βλέπω κανέναν άλλον να μην ακούω τίποτα; Προσπαθώ να σου μιλήσω μα δεν βγαίνουν τα λόγια από το στόμα μου. Δεν ξέρω πώς να σου πω όλα αυτά που σκέφτομαι. Γιατί σε αγαπάω και ξέρω πως πρέπει να φύγεις αλλά σε αγαπάω και τόσο για να μην πονέσω που φεύγεις. Και η ώρα περνούσε τόσο γρήγορα που από μία σκιά γίναμε δύο άνθρωποι μισοί να κοιτιόμαστε με την απόσταση μεταξύ μας να αυξάνεται. Ένας πόνος που χωρίστηκε στα δύο για να τον μοιραστούμε και αυτόν μαζί.
By
Posted on