Βράδυ Παρασκευής. Κάθομαι στο πρώτο βαγόνι. Δεν βλέπω τίποτα ενδιαφέρον ώσπου το βλέμμα μου πέφτει τυχαία σε ένα νεαρό που είχε ένα μικροσκοπικό μούσι στο σαγόνι του. Λίγο πιο πίσω μια φίλη από το Λύκειο που πλέον συναντιόμαστε τακτικά στο πρώτο βαγόνι. Κατεβαίνουμε στο τέρμα. Κηφισιά. Παίρνω μια αλμυρή κρέπα από το κιόσκι περιμένοντας το λεωφορείο. Είχαμε φτάσει μισή ώρα νωρίτερα από το τελευταίο δρομολόγιο. Αναμονή στο οκτωβριανό κρύο. Αφού έφτασε η καθιερωμένη ώρα, το λεωφορείο δεν εμφανίστηκε. Καμιά 30αρια άτομα πήραν ταξί, ενώ μείναμε τέσσερις που σκεφτόμασταν τι θα κάνουμε. Εγώ, η φίλη, ο Κωνσταντίνος (φοιτητής Λογιστικής) κι ο Δημήτρης (φοιτητής του Μαθηματικού). Είχαμε αποφασίσει να μην πάρουμε ταξί για οικονομικούς λόγους, οπότε συζητούσαμε αν θα περπατούσαμε, αν θα κάναμε οτοστόπ, ή αν θα παραμέναμε στην στάση παίζοντας tichu μέχρι το πρώτο πρωινό δρομολόγιο. Τελικά είπαμε να περπατήσουμε. Θα είχαμε ο ένας τον άλλο παρόλο που τα σπίτια μας απείχαν 1μιση ώρα δρόμο από κει που ήμασταν. Είπαμε τα ονόματα μας, περπατούσαμε, λέγαμε μαλακίες, την προσωπική μου ζωή (μπορεί κάποιος να τη συσχετίσει με την προηγούμενη έκφραση), τι θέλει να κάνει ο καθένας στη ζωή του, κάναμε ένα αποτυχημένο οτοστόπ, μείναμε ψύχραιμοι όταν μας ακολουθούσε ένας σκύλος. Έφτασα σπίτι 2 παρά, αλλά δεν αλλάζω με τίποτα την κεφάτη παρέα με την οποία διασχίσαμε μαζί την Κηφισιά όταν οι δρόμοι ήταν άδειοι από περαστικούς και ήχους οχημάτων. Έχασα τα πρόσωπά τους. Έμειναν μόνο τα ονόματα και οι μαλακίες τους. Έμεινε και το χαμόγελο που σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου πίνοντας την πρώτη γουλιά καφέ και πληκτρολογώντας αυτή την ανάμνηση.
By
Posted on