Τα ΜΜΜ ήταν ανέκαθεν ένα καλό παλκοσένικο για να βγει ο κάθε πικραμένος να πει το μονόλογό του.
Επιστρέφοντας από τη σχολή, ένας δύσοσμος και ίσως μεθυσμένος ασπρομάλλης στριμώχνεται για να μπει στο λεωφορείο που ασφυκτιά. Πιάνει την πάρλα: «Ε ψηλέ! Πως είσαι έτσι; Σαν μαλάκας! Απεργίες στα μέσα μεταφοράς μόνο η Νέα Δημοκρατία κι αυτή η κυβέρνηση έχει. Ούτε όταν είχαμε τον Παπαδόπουλο στην Ελλάδα και τους φασίστες δεν είχαν απεργίες τα λεωφορεία και τα τρένα (άραγε να ήταν φοιτητής τότε;). Καταστραφήκαμε ήδη. Καμία σωτηρία. Είμαστε όλοι σκατά! (Αυτός μύριζε πάντως). Τι δε θέλετε να με ακούσετε; Εγώ για σας τα λέω. Εγώ τα ξέρω ήδη όλα. Συνωμοτούν για το πώς θα μας καταστρέψουν τελειωτικά. Είμαι σπίτι κι υποφέρω. Τα πίνω και υποφέρω. Είμαι εδώ μαζί σας και υποφέρω. Μαλάκες θέλετε όλοι να σας πηδήξουν. (Πολλοί επιβάτες του λένε να κατέβει από το λεωφορείο, εκείνος τελικά κατεβαίνει στον Ευαγγελισμό, αλλά συνεχίζει να μιλάει) Η Οικονομία πάει κατά διαόλου, γιατί έτσι θέλουν να πηγαίνει. Τα Λεβέντια μας πρέπει να τους κάνουν να σκάσουν.»
(Εκείνη την ώρα κλείνει η πόρτα και ο κύριος μαγκώνεται, ενώ το λεωφορείο ετοιμάζεται να ξεκινήσει. Όλοι φωνάζουμε ν’ ανοίξει την πόρτα και κατόπιν φωνάζουμε στον κύριο ν’ απομακρυνθεί. Το λεωφορείο ξεκινάει κι ένας απόκληρος «ηθοποιός» συνεχίζει το βωβό του θέατρο προς ένα κοινό που περιμένει κάποιο άλλο λεωφορείο.)