Θυμώνω. Θυμώνω πολύ, εύκολα, γρήγορα και με συνοπτικές διαδικασίες. Θυμώνω μάλιστα τόσο πολύ, που θυμώνω με το γεγονός ότι θυμώνω. Το 50% από τις φορές που νευριάζω φωνάζω, ξεσπάω, μου πετάγετε καμιά φλέβα στο κούτελο και γενικά εκφράζω ό,τι νιώθω με γλαφυρό μπινελίκι. Το υπόλοιπο 50% το βουλώνω. Σκύβω το κεφάλι, πνίγω τα συναισθήματά μου, βαθιά ανάσα, φοράω ένα πλαστικό χαμόγελο και συνεχίζω τη ζωή μου.
Το πρόβλημα είναι ότι ξεσπάω στις πιο ηλίθιες στιγμές, εκεί που και να με πεις υστερική γκόμενα θα το δεχθώ. Τι πάει να πει κολλάει το διαόλι το κινητό; Τι πάει να πει δεν κάθεται το μαλλί, ενώ πρέπει να φύγω σε 3΄; Είπες ή δεν είπες ότι θα έχουμε μακαρόνια με κιμά σήμερα, κυρά Μαργαρίτα, τι μου φτιάχνεις πατάτες γιαχνί; Όντως τώρα, έχασα το τρένο, γιατί μας έπιασε φανάρι στο λεωφορείο; Όχι δεν θα μπεις μπροστά στην ουρά, κυριούλα, επειδή έχεις μόνο δύο πραγματάκια να πάρεις. Και όχι δεν έχω κάτι, σταμάτα να με ρωτάς συνέχεια!
Κάτι τέτοιες στιγμές, απλά μην μου μιλήσεις για τις επόμενα 2-3 λετπα. Δεν είναι κάτι, θα περάσει. Αλλά αν μιλήσεις και δεις τη φλέβα που λέγαμε να πετάγεται, δεν φταίω. Τι με πιάνει όμως και εκεί που πρέπει να μιλήσω, χάνεται κάθε είδους συλλαβή, ανάσα, επιχείρημα και λογική;
Τις προάλλες ήμουν μέσα σε ένα ασφυκτικά γεμάτο λεωφορείο. Μεσημέρι, ήλιος, ζέστη, κουρασμένα πρόσωπα παντού, ησυχία. Μόνο μια οικογένεια δίπλα μου, στο πίσω μέρος του λεωφορείου, μιλούσαν ησύχως για το άγχος που είχαν για το που θα αφήσουν τον μικρό, όταν οι γονείς θα δούλευαν. Δεν θα έκανα αναφορά στο ότι προέρχονταν από άλλη χώρα, αλλά έχει σημασία για την ιστορία. Πλησιάζει, λοιπόν, ένας μπάρμπας, ερχόμενος από το μπροστινό μέρος και λέει με ύφος αρχηγόπουλου στη μητέρα, που είχε το παιδί στην αγκαλιά της, «Έλα, σήκω τώρα, αρκετά έκατσες, και δεν είσαι και Ελληνίδα πανάθεμά σε! Ας κάτσει τουλάχιστον ο άντρας σου.». Η γυναίκα έδωσε το παιδί στον πατέρα και σηκώθηκε για να κάτσει ο μπάρμπας.
Το αίμα μου έβραζε. Το φρύδι έφτασε ταβάνι. Οι παλάμες μου μούδιασαν. Δεν μπορούσε να χωρέσει στο κεφάλι μου όχι μόνο το θράσος του, αλλά και την ηλιθιότητα που κουβαλούσε. Ήθελα να βάλω τα γέλια, καθώς δεν πίστευα ότι αυτό που άκουσα και είδα ήταν αληθινό. Κοιτούσα τους πάντες γύρω μου, όλοι απορημένοι στην αρχή, σε δευτερόλεπτα μας πέρασε. Κανείς δεν έβγαλε άχνα. Δεχθήκαμε και κατάπιαμε όλοι την βλακεία του μπάρμπα.
Αλλά εκείνα τα δευτερόλεπτα ήταν σαν αιώνες στο μυαλό μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να φωνάξω στη μάπα του «Σοβαρά, ρε μαστόρι, συγγνώμη που σε ενοχλήσαμε κιόλας. Μέσα σε μια σου φράση χώρεσες επιτακτική απαίτηση, ρατσιστικό σχόλιο, σεξιστική δήλωση και όλα αυτά σε μορφή ότι μας έκανες και χάρη κιόλας. Εγώ προσωπικά προτείνω να κατέβουμε όλοι απο το λεωφορείο, καθώς τόση γαματοσύνη σε ένα μέρος δεν χωράει.». Να κάνω και μια ωραία ειρωνική υπόκληση στο τέλος και να περιμένω την απάντησή του.
Τι έκανα; Το βούλωσα. Πού πήγε η μιλιά σου, ρε; Πού πήγε η δήθεν μαγκιά σου που σε άλλες περιπτώσεις την μοιράζεις απλόχερα; Τα επιχειρήματά σου; Η ανάγκη για δικαιοσύνη και ισότητα, πού τόσο ποθείς, αλλά ποτέ δεν διεκδικείς; Γιατί δεν μιλάς, ρε; Γιατί πνίγεσαι μέσα στις σκέψεις του θυμού σου, αντί να τον εκφράσεις; Αφού το νιώθεις, γαμώτο, γιατί δεν μιλάς; Απλά πες κάτι! Όχι μόνο για εσένα, αλλά και για εκείνη την οικογένεια που ίσως περίμενε απο κάποιον να πει κάτι. Έστω μια λέξη.
Κάθε φορά που θυμάμαι το περιστατικό, έρχεται το πρόσωπο του παιδιού στο άκουσμα της ατάκας του μπάρμπα στο μυαλό μου. Ένωσε τα φρύδια του και κοιτούσε με απορία και θυμό τη μητέρα του, καθώς τον μετέφερε στην αγκαλιά του πατέρα του, ενώ είχε ανοίξει τα χέρια του και τις παλάμες του, ρωτώντας έτσι με τη γλώσσα του σώματος ένα μεγάλο «Γιατί;!» στους γονείς του. Δεν σταμάτησε όυτε δευτερόλεπτο να κοιτάει κατάματα τον μπάρμπα, μέχρι να αποβιβαστούν απο το λεωφορείο, με το ίδιο συγχυσμένο ύφος.
Για το πρόσωπο αυτού του παιδιού την επόμενη φορά θα μιλήσω, ό,τι κι αν γίνει. Θα πω αυτό που σκέφτομαι, χωρίς να υπολογίσω το τι θα σκεφτούν οι γύρω μου. Θα αφήσω το θυμό μου να μιλήσει κι ας βάλω τα κλάματα στην προσπάθειά μου να βρω δίκιο. Δεν θα είναι και η πρώτη φορά φορά άλλωστε…