Ξαφνικά μου προτείνουν να γράψω για το Yang.gr. Κάπου εκεί ξεκινάει το άγχος, με λίγο ενθουσιασμό μαζί. Αλλά κυρίως άγχος, αυτό το κατακλυσμικό συναίσθημα, γνωστό και ως τικατακα-τικατα, που συνοδεύει συνήθως όλες τις νέες μου αρχές. Δεν θέλω απογοητεύσω κανέναν, καθώς και να αρέσει το πρώτο μου κείμενο στους αναγνώστες, στους κολλητούς μου, στους συμφοιτητές μου, στους παλιούς συμμαθητές μου, στους φίλους μου στο Facebook, στα άτομα που με συμπαθούν, αλλά και σε αυτά που δεν τους αρέσω.
Το πρώτο μου κείμενο δε θα μπορούσε να ξεκινά με έναν περισσότερο ψυχαναγκαστικό και αγχωτικό τρόπο, αλλά προτίμησα να είμαι ειλικρινής. Έπιασα εξαρχής τον εαυτό μου να αναζητά μανιωδώς την έγκριση όλων αυτών των διαφορετικών ατόμων ταυτοχρόνως πριν καν τα δάχτυλα μου αγγίξουν το πληκτρολόγιο. Και σας πάω στοίχημα ότι κι εσείς έχετε κάνει κάποια στιγμή αντίστοιχες σκέψεις. Το πώς και το γιατί θα τα βρούμε στην πορεία.
Δε μπορώ να ορίσω με ακρίβεια το πότε άρχισε να με απασχολεί τόσο η αποδοχή των άλλων. Είναι μια συνήθεια που είμαι σίγουρη πως ούτε εσείς – οι λίγοι ή πολλοί που ταυτίζεστε με την περίπτωσή μου – θυμάστε ακριβώς πότε και πώς αρχίσατε. Το μόνο βέβαιο είναι πως δεν γεννηθήκαμε με την εμμονή αυτή ενσωματωμένη στο DNA μας, ούτε πιστεύω πως την κουβαλούσαμε στα παιδικά μας χρόνια. Εκτός πια κι αν βρισκόταν σε λανθάνουσα κατάσταση και περίμενε την έναρξη της εφηβείας για να εκδηλωθεί, σαν ιός ένα πράγμα.
Θυμάμαι, ωστόσο, την πρώτη φορά που συνειδητοποίησα την αυτοκαταστροφική αυτή συνήθεια, την εμμονή μου να αρέσω σε όλους, να ικανοποιώ τα ηθικά, αισθητικά και πνευματικά στάνταρ όλων των ατόμων τριγύρω μου. Ήταν λίγο πριν την (έστω νομική) ενηλικίωσή μου, εποχή των μεγάλων ανακαλύψεων και συνειδητοποιήσεων γενικότερα – και των μεγάλων σερί πριν δώσω πανελλήνιες και των «μαμά δε θέλω να πάω σχολείο!» στιγμών, αλλά αυτά δεν έχουν να κάνουν με το παρών άρθρο.
Δυστυχώς, όμως, η συνειδητοποίηση του προβλήματος δεν συνεπάγεται αυτομάτως την επίλυσή του. Αμ, πώς! Κι αυτό, όπως και τόσα άλλα θέλουν εξάσκηση κι επανάληψη, αλλιώς ο εαυτός μας γρήγορα ξεσυνηθίζει. Όπως όταν ξεχνάμε για καιρό να πάμε γυμναστήριο και όταν επιστρέφουμε γινόμαστε ένα μικρό ρεζίλι, αλλά ούτε κι αυτό έχει πολλή σχέση. Έτσι, συχνά χρειάζεται να μας υπενθυμίζουμε το αυτονόητο, αυτό που έχουμε χιλιοδιαβάσει σε βιβλία και περιοδικά, αυτό που έχουμε χιλιοπεί σε φίλο/φίλη μας όταν χρειαζόταν να το ακούσει: το να προσπαθείς να αρέσεις σε όλους μοιάζει με συμμετοχή σε αγώνα σικέ, κι ας έχεις προπονηθεί καλά, κι ας έχεις ασπαστεί τους κανόνες του fair play. Επομένως, χαμένος χρόνος και πολύτιμη ενέργεια για ένα αποτέλεσμα προσυνεννοημένο. Γιατί απλά δε είναι εφικτό να αρέσεις σε όλους. Μόνο η προσπάθεια επίτευξης του στόχου αυτού είναι πολύ εξουθενωτική για το τίποτα και λίγο ψυχωτική επίσης.
Από την άλλη, βέβαια, ούτε η διαδεδομένη πλέον στάση του «haters gonna hate» ή γαλλιστί ζαμανφού ή ελληνιστί «έτσι είμαι και σε όποιον αρέσω» μου φαίνεται η ιδανικότερη προσέγγιση. Κατ΄εμέ, είναι ένδειξη απροθυμίας, αδιαφορίας και αγένειας όταν ένα άτομο υιοθετεί διά βίου μια συγκεκριμένη συμπεριφορά και στάση ζωής που δεν επιδέχεται διορθώσεις, με αποτέλεσμα – μεταξύ άλλων – να μη δέχεται συμβουλές, κριτική και παρακλήσεις όταν η συμπεριφορά αυτή ενοχλεί. Είναι σαν το άτομο να επιλέγει την παραμονή του σε μια κατάσταση βόλεψης, πάρα τις αντιδράσεις των άλλων κι αυτό δεν μπορεί παρά να είναι εγωιστικό.
Οπότε καταλήγω στο συμπέρασμα πως η ιδανική αντιμετώπιση της κριτικής, ειδικά δε της αρνητικής, δεν είναι η αποφυγή αυτής από φόβο ή τελειομανία, αλλά ούτε και η υποτίμησή της. Η χρυσή τομή βρίσκεται μεταξύ των δύο άκρων του ζαμανφουτισμού και της προσπάθειας αποδοχής από όλους. Είναι, νομίζω, το σημείο στο οποίο νιώθουμε κι εμείς πιο άνετα και πιο κοντά στον πραγματικό μας εαυτό και επομένως πιο δεκτικοί στην εποικοδομητική κριτική και στην πιο αντικειμενική ερμηνείας της, χωρίς ωστόσο να γινόμαστε έρμαιά της.
ΥΓ: Ήθελα πολύ το πρώτο μου κείμενο να θυμίζει Carrie Bradshaw, αλλά τελικά μάλλον με σεμινάριο αυτοβοήθειας μοιάζει. Δεν πειράζει, την επόμενη φορά!