Στο πρώτο βαγόνι, η ζέστη δεν είναι πια υποφερτή, αλλά ευτυχώς παρόλο που είναι ώρα αιχμής, δεν επικρατεί συνωστισμός. Ένας επαίτης επιβιβάζεται στο βαγόνι και λέει το ρεφρέν του: «Όπως βλέπετε γεννήθηκα με ατροφικό χέρι και δεν μπορώ να εργαστώ. Έχω επίσης ένα δίχρονο αγγελούδι, τη Μαρία και περιμένει από μένα φαγητό. Βοηθήστε με.» Προχωράει μερικά βήματα και επαναλαμβάνει αυτολεξεί το ίδιο, ενώ όταν φτάσει στο τέλος του βαγονιού το ρεφρέν ακούγεται για τρίτη φορά. Αφού κατέβει, ένας από τους συνεπιβάτες που του έδωσε χρήματα, λέει: «Ξέρετε τώρα του πλήρωσα την πρέζα του. Δε βαριέσαι… Η γιαγιά μου, μου έλεγε «Κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό» κι αυτό έκανα. Θα μπορούσα κι εγώ να ζητιανεύω, αλλά είμαι 21 χρόνια στα μπετά στην οικοδομή. Νομίζετε μου αρέσει; Όχι, αλλά αναγκάστηκα. Δε θα πω ψέματα, κι εμένα με είχαν βγάλει στη ζητιανιά όταν ήμουν παιδί. Ήθελα να φάω ένα παγωτό σαν παιδί κι εγώ κι έβγαινα να πουλήσω χαρτομάντιλα στα φανάρια. Μεγάλωσα όμως, και τώρα έχω γυναίκα και δύο παιδιά. Δε θέλω να τους ταΐζω με λεφτά ζητιανιάς και μετά να βγουν κι αυτά στους δρόμους». Κάνει τον σταυρό του καθώς περνάμε από τον Άγιο Ελευθέριο.
By
Posted on