Με τη ζέστη κάποια λεωφορεία γίνονται συνώνυμα της νεκροφόρας. Πέραν του ότι όταν δεν έχουν απεργίες τα ΜΜΜ, πολλές γραμμές λεωφορείων έχουν αραιά δρομολόγια και δεν τα τηρούν με συνέπεια, προκαλώντας ταλαιπωρία σε μεγάλη μερίδα του επιβατικού κοινού. Σ΄ένα από αυτά τα μακρόσυρτα δρομολόγια σ΄ένα από τα παμπάλαια λεωφορεία, ένα ζευγάρι ταξιδιωτών, κάθεται δίπλα σ΄ένα άλλο ζευγάρι.
Η γυναίκα αυτού του ζευγαριού έχει βγάλει το λιλά μανό της και βάφει τα νύχια της, με τη μυρωδιά του μανό να γίνεται ένα με την ιδρωτίλα των συνεπιβατών και το καμένο πετρέλαιο στην ατμόσφαιρα. Ο άντρας της, με το μεθύσι του πάει να της κάνει ένα χάδι, και η γυναίκα αναστατώνεται φωνάζοντας «Ίου, μάζεψε τα χέριά σου!» και συνεχίζει να βάφει ανενόχλητη τα νύχια της. Ο άντρας γέρνει και πέφτει πάνω στη βαλίτσα της επιβάτη που ταξιδεύει. Ακολουθεί ο εξής διάλογος:
-Μάζεψε τη βαλίτσα σου να κάτσουμε.
-Να την πάρω στην αγκαλιά μου, δε θέλω να την ακουμπήσω κάτω.
-Να στην βάλω εγώ από κάτω από το κάθισμα να έχουμε χώρο.
-Δε θα το ήθελα.
-Το θέλω εγώ, που με εμποδίζει.
-Άσε το κορίτσι να είναι άνετα. (Ενώ βάφει τα νύχια της. Ρίχνει κι ένα βλέμμα στο τιρκουάζ μανό της ταξιδιώτισσας.)
Αδειάζουν δύο καθίσματα και ο άντρας προτείνει στη γυναίκα του να κάτσουν πίσω. Πετάγεται μια άλλη επιβάτης και τους λέει πώς αν κάτσουν πίσω θα ψηθούν. Σε κάποια στάση κατεβαίνουν. Η ταξιδιώτισσα λέει πως δεν ξέρει αν την ενόχλησε περισσότερο η μπόχα του άντρα, ή η μπόχα από το λιλά μανό.