Περιφέρομαι. Περιφέρομαι ανάμεσα σε χαρτάκια που μοιάζουν πολύ με αυτά που αφήνω στη μαμά «Μη ξεχάσεις να πάρεις τηλέφωνο το γιατρό» «Πάρε γιαούρτια!!!» και αυτά των ερωτευμένων «Καλημέρα όμορφη» «Σ’αγαπώ». Μόνο που αυτά τα χαρτάκια που μου κρατάνε τα χέρια είναι άλλης πάστας. Είναι αποχαιρετιστήρια, μου λένε αντίο για κάποιο μακρινό ταξίδι που ο γράφων ωστόσο αγνοεί την κατάληξή του. Έχει ξενοδοχεία εκεί; Ημιδιατροφή ή κρουασανάκια από το σούπερ μάρκετ; Είναι ορεινός ή παραθαλάσσιος προορισμός; Γιατί δε μιλάς ρε γαμώτο;
Η απάντηση έρχεται αργότερα. Μπορεί να είναι σωματάκι κουβαριασμένο στη μαυροκόκκινη άσφαλτο, ζωσμένο από το πιστολάκι για τα μαλλιά ή περιχυμένο με άσπρη σκόνη και πολλά υγρά. Ψηλαφώ το άδειο σώμα αλλά όπως σου είπα, η απάντηση ήρθε ΑΡΓΟΤΕΡΑ. Και τώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Δε με νιώθει, δε με ακούει, δε με κοιτάει. Μου στέρησε το δικαίωμα να του πω ότι κόπηκα σήμερα στο μάθημα και ότι έχω βάλει δύο κιλά. Να μου σκουπίσει τα μάτια που μάλωσα με τον αδερφό μου και να μου βάλει τις φωνές που πάλι δεν έπλυνα τα πιάτα.
Περιφέρομαι. Αυτή τη φορά έχω δίπλα μου την Κατερίνα Γώγου και τον Νικόλα Άσιμο. Η μεν «αυτόχειρας» στα 53 και ο δε στα 39. Μικροί δεν ήσασταν ρε παιδιά; Ρωτάω με παιδική αφέλεια. Κατερίνα, είχες την κόρη σου τη Μυρτώ, είχες έναν άνθρωπο να σου μιλήσει, να σου πιάσει το χέρι, να σε κάνει μια αγκαλιά. «Όταν με το άλλο χέρι δεν έπαιρνε τη δόση της» μου χαμογελά. Και πάλι, ανταπαντάω, ως αγύριστο κεφάλι. Τόσοι οργανισμοί για στήριξη, τόσοι άνθρωποι γύρω σου, ο κόσμος σε αγαπούσε, σε διάβαζε, οι φίλοι σου, οι ηθοποιοί. Γιατί βιάστηκες; «Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα στα χέρια σας. Στο λαιμό σας. Οι φίλοι μου.»
Το ίδιο ισχύει και για το Νικόλα. Μια ζωή γραφικός, «ο τρελός του χωριού», ο Δον Κιχώτης. Κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ των δύο; Η απομόνωση. Ήταν μόνοι τους. Ήταν διαφορετικοί. Γιατί κάποιος δε νοιάστηκε να τους τραβήξει από το βούρκο και να τους προλάβει από το να τραβήξουν και εκείνοι με τη σειρά τους το καλώδιο της ζωής; Ήταν διαφορετικοί. Ήθελαν να μιλήσουν, ήθελαν να πουν το πρόβλημά τους. Και ο κόσμος, ο περίγυρος έκλεινε τα αυτιά. Όπως κάνουμε εγώ και εσύ δηλαδή. Είναι ΠΑΝΤΟΤΕ πιο σοβαρά τα δικά μου προβλήματα από τα δικά σου και άσε που εγώ δεν έχω ΠΟΤΕ χρόνο για κανέναν άλλο παρά μόνο για τον εαυτό μου.
Περιφέρομαι. Άνθρωποι που φωνάζουν ότι θέλουν προσοχή. Ο Χρήστος με τη σύριγγα στο χέρι, η Δήμητρα με τη ζαρτιέρα και το κραγιόν που ξεχειλίζει στο πηγούνι της, ο Γιώργος αγκαλιά με το ουίσκι του και ο κυρ-Ανέστης που δε μπορεί να πληρώσει τα αγγλικά της κόρης του και έτσι φλερτάρει με την ταράτσα του σπιτιού του. Χαμένοι. Έχουν ξεχάσει πώς είναι να χαμογελάς. Ίσως να βρήκαν σε αυτά τα αποκαλούμενα πάθη, αυτό που δε βρήκαν στο είδος μας: συμπαράσταση και στήριξη. Έναν καλό λόγο. Ένα καλαμπούρι. Ένα άγγιγμα.
Περιφέρομαι και απελπίζομαι. Φοβάμαι με την ευκολία που οι άνθρωποι αποφασίζουν να παραδώσουν τα όπλα. Να πηδήξουν από τον τέταρτο ή να πουν «ναι» σε ένα θανατηφόρο κοκτέιλ απογοήτευσης.
Περιφέρομαι και κλαίω γοερά.
Περιφέρομαι και θέλω να πάρω αγκαλιά κάθε πόρνη, χρήστη ουσιών και αλκοολικό, το Χρήστο, τη Δήμητρα και το Γιώργο που ποτέ κανένας δεν τους νοιάστηκε και να τους φιλήσω στο μέτωπο όπως μου έκαναν οι γονείς μου όταν καιγόμουν στον πυρετό.
Περιφέρομαι και μαζί με το Χρήστο τη Δήμητρα και το Γιώργο σκίζουμε όλα τα σημειώματα. Τώρα ξέρουν και αυτοί ότι το να ζεις και να προσπαθείς είναι δύσκολο. Αλλά αξίζει.