Στο πρώτο βαγόνι, ένας κύριος πολύ καθωσπρέπει μιλάει στο τηλέφωνο. «Άκου να δεις τι έγινε. Είχε φέρει τα παιδιά της και τους έστρωσε να φάνε στο γραφείο. Την πλησίασα και το κατάλαβε πως ήμουν αρπαγμένος και με ρώτησε να φάω μαζί τους. Της λέω, Ελένη μου, κορίτσι μου γλυκό, όποτε θες να με καλέσετε να φάμε ή να κανονίσουμε να πάμε έξω. Αλλά μην το κάνουμε εξοχή στο γραφείο. Με κοιτάζει θυμωμένη και μου λέει παιδιά έχω, και της λέω να τρώνε έξω από το γραφείο. Κατάλαβες φίλε;»
Αργότερα την ίδια μέρα, μπαίνω μ’ ένα ζεστό burger παρέα. Δεν μπορώ να κρατηθώ κι αρχίζω να τρώω. Η διπλανή μου -που κρατάει Noodles- μιλάει στο τηλέφωνο «ναι παιδί μου, πήρα να φάω, αλλά δε θα φάω μέσα στο τρένο» (το λέει κοιτώντας με μισό μάτι). Στην αμέσως επόμενη στάση, ένας άστεγος ξερνάει στον κάδο τα μακαρόνια που του έδωσαν.
(Χρειάστηκα σόδα μπαίνοντας σπίτι. Δεν είχε το ψυγείο. Νταμν)