Το λεωφορείο Α10 – γνωστό και με το προσωνύμιο «το λεωφορείο της πρέζας» – είναι πάντοτε ασφυκτικά γεμάτο. Τώρα που σφίγγουν οι ζέστες, η κατάσταση είναι οδυνηρή. Καθόμουν σε τετράδα μαζί με μία μητέρα και τα δύο της παιδιά. Στην επόμενη στάση, μία τοξικομανής κάθισε στο σημείο των παπουτσιών μας. Η πλάτη της ακουμπούσε στο πόδι μου.
Δύο στάσεις μετά, ένα από τα κοριτσάκια της διπλανής μου παραχωρεί καταναγκαστικά τη θέση της σ΄έναν ηλικιωμένο. Το κοριτσάκι τράβηξε πάνω της η αδερφή της. Αργότερα, κάποιος που προσπαθεί να κατέβει, σκοντάφτει πάνω στην γυναίκα που ακουμπούσε την πλάτη της στο πόδι μου, με αποτέλεσμα να χύσει τον καφέ κάποιου.
Βρισιές, μπουνιές, πορδές ανάκατες με ιδρώτα και μυρωδιά μπύρας. Είναι 11 το πρωί. Ζέστη κι όποιος αντέξει. (Πού΄σαι μωρή Φουρέιρα;)