Στην στάση του λεωφορείου, ξεχωρίζει από μακριά η φιγούρα ενός παλιού συμμαθητή. Δε θέλω να με δει. Πηγαίνω στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Aκούω μουσική. Ενώ χορεύω, γυρίζω και τον βλέπω να με κοιτάζει σε απόσταση αναπνοής. Πρέπει να χαιρετήσω. Μου λέει τα νέα του. Για την ακρίβεια, δεν έχει νέα και δεν τον ενδιαφέρει να έχει νέα. Ενδιαφέρον, ή και όχι. Του λέω τα νέα μου. Με ειρωνεύεται. Άντε γαμήσου.
Έρχεται το λεωφορείο. Βρίσκουμε να κάτσουμε μαζί. Του λέω πόσο χαίρομαι που βρήκαμε διπλανά καθίσματα. Καταλαβαίνει ότι δε χάρηκα που τον είδα. Μου λέει τα νέα άλλων ανθρώπων γιατί ο ίδιος δεν έχει. Δεν με νοιάζουν ούτε οι άνθρωποι για τους οποίους μιλάει.
Θέλω να είμαι αντικοινωνικός και ξινός άνθρωπος; Μπορώ;
Φτάνουμε στην στάση που κατεβαίνω. Λυπάμαι, του λέω, πρέπει να κατέβω. «Καληνύχτα».
Κατεβαίνω και νιώθω πάλι ζωντανός.
By
Posted on