Στην στάση του λεωφορείου ακούμε διάφορα, ακούμε κάθε καρυδιάς καρύδι, κάθε συκιάς σύκο και ούτω καθεξής. Το καλοκαίρι όμως βαράει κι η ζέστη, οπότε η κατάσταση επιδεινώνεται. Μία κυρία σε σχήμα καρπουζιού και μουστάκια απεριποίητα, συνομιλεί μ΄έναν γέρο κομπλεξικό για το θέμα των αδεσποτων σκυλιών.
Γέρος: Τ΄αφήνουν τα σκυλιά να κυκλοφορούν να μας κολλήσουν αρρώστιες. Δεν υπάρχει κράτος. Είμαστε στο έλεος του Κυρίου.
Καρπουζογυναίκα: Το σκυλί θέλει την περιποίηση του, το νερό του, το φαγητό του, τα εμβολία του, το μπάνιο του. Δεν είναι έτσι απλά. Δεν είναι για διαμέρισμα το σκυλί. Θέλει κήπο και σπιτάκι δικό του. Πάνε όλοι και παίρνουν σκυλιά κι ύστερα τα παρατάνε. Μωρέ, τα σκυλιά δεν είναι ζώα, οι άνθρωποι που δεν τα φροντίζουν είναι. Όχι ζώα. Βόδια.
Γέρος: Φοβαμαι να κυκλοφορήσω. Τις προάλλες έπεσαν τα σκυλιά κι έφαγαν μία κοπέλα. Τ΄ακούς το βράδυ πως γαβγίζουν; Και δε μας αφήνουν να τους ρίξουμε φόλα. Πού είναι ο Σύλλογος; Θέλουν και να τους ψηφίσουμε.
Καρπουζογυναίκα: Δεν φταίνε τα σκυλιά.
Γέρος: Ούτε εγώ φταίω.
(Who let the dogs out? Μπράβο στον Δήμο Αθηναίων για τις βρύσες των αδέσποτων. Ας σκεφτούμε λίγο τ΄αυτονόητα)