Δεν μπορώ να σας εξηγήσω το πώς και το γιατί, αλλά βρέθηκα μία ολόκληρη μέρα με μαγκούρα στο πρώτο βαγόνι. Ήταν ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Οι άνθρωποι με κοιτούσαν εξεταστικά. Αρχικά μου άρεσε η προσοχή τους, απολάμβανα την απορία στα μάτια τους, αλλά σύντομα κουράστηκα. Μάλλον πάσχιζαν με το ανακριτικό τους βλέμμα να διακρίνουν την ηλικία μου και το «πρόβλημα» που καθιστούσε αναγκαία την μαγκούρα στο χέρι μου. Όταν μπήκα στο λεωφορείο, μία κυρία που παραχώρησε ευγενικά την θέση της, αλλά αρνήθηκα. Της χαμογέλασα μ’ ευγνωμοσύνη.
Όταν έφτασα στο θέατρο, μου παραχωρούσαν την θέση τους στην ουρά του ταμείου (αυτό το εκμεταλλεύτηκα). Γνώριμα πρόσωπα με κοιτούσαν με συμπάθεια κι απορούσαν για την ύπαρξη της μαγκούρας. Στο μετρό, «έπαιξα» τον ρόλο μου παίρνοντας το ασανσέρ. Οι άνθρωποι ήταν τόσο βιαστικοί, που μ΄έσπρωχναν για να τρέξουν στο μετρό. Δεν σας κρύβω πως όταν προσπάθησα να κατέβω από το τρένο, και έσπρωχναν επιβάτες από την αποβάθρα για να μπουν, μου ήρθε να τους δώσω μία σπρωξιά με την μαγκούρα (οι γέροι άραγε γιατί δεν το έχουν κάνει ακόμα;) και να πω «Κάντε στην άκρη ζώα, να κατέβουμε πρώτα, υπάρχει χρόνος για ν΄ανέβετε».
Αποχαιρετώντας την μαγκούρα (μου), σκέφτομαι:
1/ Γιατί δεν υπάρχουν ασανσέρ που να λειτουργούν σε όλους τους σταθμούς;
2/ Γιατί δεν παραχωρούμε όλοι θέση σε κάποιον που μετακινείται με δυσκολία;
3/ Γιατί τρέχουμε ποδοπατώντας τον μπροστινό και δεν ζητάμε συγγνώμη;
4/ Γιατί σπρώχνουμε για να μπούμε σ΄ένα βαγόνι προτού κατεβούν οι επιβάτες;
5/ Γιατί μας «νοιάζει» τόσο πολύ αν ο άνθρωπος που κάθεται απέναντί μας έχει κάποια αναπηρία;
Είμαι απλώς ένας άνθρωπος που μ΄αρέσει να κυκλοφορώ στην πόλη μου και να κυκλοφορούν άνθρωποι τριγύρω μου, που να μπορούν να χαμογελούν.