Ένα «οκ» σαν απάντηση δεν ικανοποίησε ποτέ κανέναν. Κάποιες φορές λειτουργεί ως την εσχάτη λύση για να αφήσουμε τους επίμονους συνομιλητές να πάρουν το χρόνο τους, γιατί δε θέλουν να σκεφτούν κάτι παραπάνω από αυτό που πιστεύουν. Είναι η λύση άμεσης ανάγκης. Σε άλλες περιπτώσεις, ίσως είναι ένδειξη αδιαφορίας και απάθειας προς το συνομιλητή, εφόσον το θέμα ή το πρόσωπο δεν μας κεντρίζει (πλέον) το ενδιαφέρον. Πολλές είναι οι περιπτώσεις για δύο απλώς γράμματα.
Ίσως να είναι από τις πιο προκλητικές απαντήσεις, που μπορεί να δώσει κανείς. Βέβαια, διαφέρει ως προς τον γραπτό και τον προφορικό λόγο. Στο γραπτό δεν σου δίνεται η δυνατότητα να ανταπαντήσεις, να αφυπνίσεις τον «αδιάφορο» συνομιλητή με ένταση. Ο γραπτός λόγος πάντα κρύβει απάθεια, εκτός αν γνωρίζουμε τον συνομιλητή μας στενά. Αυτό συμβαίνει γιατί λείπει το συναίσθημα και η εκφραστικότητα που υπάρχει σε μια άμεση επαφή. Το ξέρουμε και το αναγνωρίζουμε ότι ένα οκ ποτέ δεν μας καλύπτει. Πάντα περιμένουμε κάτι παραπάνω ως αντίδραση. Είναι διαφορετικό να κατακλύζεις τον άλλο με ερωτήσεις, να δείξεις ότι νοιάζεσαι. Εκδηλώνεις ενδιαφέρον.
Το οκ σε ξενερώνει. Είτε σε στιγμές με εντάση είτε σε χαλαρές φάσεις, ένα οκ δεν είναι πάντα η αποδεκτή απάντηση. Προτιμάς να διαβάσεις ένα αστείο, μια βλακεία που θα σου αφήσει ευχάριστη διάθεση, παρά να τελειώσεις μια κουβέντα με τόση ψυχρότητα. Ένα οκ δεν ικανοποίησε κανέναν. Σε αφήνει κι εσένα αδιάφορο και ελαφρώς ενοχλημένο. Άλλωστε ποιος στέκεται σε ένα οκ, όταν θέλει απαντήσεις; Όμως, δεν μένουμε μόνο στη μια μεριά. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε και τη διάθεση του άλλου. Ένα οκ μας ανοίγει πόρτες για συζητήσεις κάθε είδους. Η οικειότητά μας με τον άλλο δεν μας επιτρέπει να μένουμε εκεί. Γιατί ποτέ δεν είσαι αδιάφορος με ένα φίλο.
Υ. Γ. : Ό,τι αναγράφεται παραπάνω απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο σε ψυχαναγκαστικούς ανωτάτου βαθμού.