Τέτοια εξέλιξη δεν την περίμενα, το ομολογώ. Ποτέ δεν πίστεψα πως η τηλεόραση μου θα έπαιζε βινύλιο, ποτέ δεν πίστεψα ότι θα ήθελα να δω μια ραδιοφωνική εκπομπή. Ίσως και ο ΑΝΤ1 να μην το ήξερε πριν κάποιους μήνες. Ο Κανάκης όμως στοιχηματίζω πως χρόνια τώρα σχεδίαζε αυτό τον ύπουλο τρόπο να φέρει ξανά τη μουσική στο προσκήνιο, να φέρει στην κάμερα πάνω το πικάπ.
Η πρώτη αντίθεση που θα εντοπίσεις με ό,τι άλλο κυκλοφορεί στην σημερινή τηλεόραση, των reality και των ατόμων που αναδεικνύονται από αυτά, είναι η εικόνα. Ένα studio με πορτραίτο του Jim Morisson, μια led κόκκινη επιγραφή με τη φράση «I feel stupid and contagious», βινύλια μέσα στη θήκη τους αραδιασμένα σε όλο το πλατό. Ένα studio με το ένα πόδι στο σήμερα και με το άλλο στο χθες, με το ένα στην τηλεόραση και με το άλλο στο ραδιόφωνο. Πιο ζεστό από ό,τι άλλο έχεις δει στην ελληνική τηλεόραση και ένας χώρος που θα ήθελες να μαζεύεσαι με τους φίλους και να συζητάς με τις ώρες όσο πίνετε μια κούπα ζεστού καφέ. Αλλά αυτό δεν κάνει και ο Κανάκης; Μαζεύει τους φίλους του και συζητάνε.
Η ομορφιά της εκπομπής άλλωστε, αν και τηλεοπτική, δεν είναι στην εικόνα, δεν είναι στο φαίνεσθαι. Μια εκπομπή που με μουσικά χαλιά, πιο προσεγμένα και πολύτιμα και από αυτά που συνηθίζει να πουλάει η Μοιραράκη, υποδέχεται κόσμο που θέλει κάτι να σου πει, να σε κάνει να σκεφτείς και να δράσεις. Άνθρωποι που δεν πηγαίνουν εκεί για να τους δεις, που δεν έχουν τα like στα social media ως πυξίδα που ορίζει τον τρόπο που ζουν. Άτομα που σου μιλάνε όχι για να ακούσουν οι ίδιοι τη φωνή τους από τα ακουστικά που μοιράζει ο Κανάκης μόλις καθίσεις σε μία από τις καρέκλες, αλλά για να πλησιάσουν εκείνους που δεν έχουν μάθει να ακούν όσα χρόνια ζουν.
Μοιράζονται ιστορίες για μια Ελλάδα που δεν ήταν εύκολο να την δεις, γιατί επέμενες να κοιτάς παγιέτες στα φορέματα ξανθών τηλεπαρουσιαστριών. Μια Ελλάδα για την οποία χρόνια τώρα, το γυαλί της μικρής οθόνης λειτουργούσε ως πόρτα που δύσκολα άνοιγε, ώστε να αφήσει ψήγματα της να περάσουν και να γνωστοποιηθούν στο ευρύ κοινό. Μια Ελλάδα για την οποία αξίζει να είσαι περήφανος, μέσα από ανθρώπους που φαίνεται ότι νιώθουν πρωτίστως πολίτες του κόσμου.
Μια εκπομπή μουσικής και κουβέντας, λοιπόν, με πιο συχνά ακουσμένα ήχο αυτό της βελόνας λίγο πριν ακουμπήσει τον δίσκο και πιο όμορφο πλάνο αυτό των συντελεστών να απαθανατίζονται από τα στόρια που καλύπτουν το τζάμι του studio προσγειώθηκε με θράσος στην ελληνική πραγματικότητα. Σίγουρα έχει χώρο για βελτιώσεις ως προς την ισορροπία ανάμεσα στο χρόνο που οι συντελεστές καταλαμβάνουν τηλεοπτικά και τη χαλαρότητα που υπάρχει στην εναλλαγή των θεμάτων. Αλλά αυτά σίγουρα δεν σε ενδιαφέρουν. Όταν μπορείς να απολαύσεις μια τηλεοπτική εκπομπή χωρίς καν να την βλέπεις, τότε σίγουρα κάτι έχει πάει καλά. Κάτι έχει πάει πολύ καλά.