Δεν υπάρχει πιο ενοχλητικό πράγμα (πάντα και παντού) από εκείνον που πετάγεται σε μία συζήτηση ή πολλές φορές που ξεκινάει μια συζήτηση, χωρίς να έχει θέση σε αυτή. Σήμερα, στη διαδρομή μου με λεωφορείο, έγινα θεατής μιας παράστασης Θέατρου του Παραλόγου.
Αρχικά, ένας επιβάτης πάει να κάτσει δίπλα σε μια παχύσαρκη μεσήλικα. Η κυρία του λέει κοφτά «Έχει κι αλλού θέση. Συγγνώμη», δείχνοντας στον κύριο μια άδεια θέση απέναντι (την χτυπούσε ο ήλιος). Στην επόμενη στάση ανεβαίνει μια ηλικιωμένη κυρία. Της παραχωρούν διάφοροι την θέση τους, αλλά εκείνη αρνείται.
Πηγαίνει στο κάθισμα δίπλα από τον οδηγό. Κάθεται μια κοπέλα. Την ρωτάει «Θα είσαι για πολλή ώρα ακόμα στο δρομολόγιο;» και η κοπέλα απαντάει πως ναι. Η ηλικιωμένη κυρία αγανακτισμένη, έρχεται προς το μέρος μου και πάει να κάτσει δίπλα από την μεσήλικα. Εκείνη την διώχνει όπως έκανε νωρίτερα με τον άντρα. Τελικά, η ηλικιωμένη κυρία κάθεται στα πίσω καθίσματα του λεωφορείου. Βλέπει μια μαμά μ΄ένα μωρό. Ακολουθεί ο εξής διάλογος:
– Άχου το! Τι είναι;
– Κοριτσάκι.
-Α ! Βέβαια. Κοριτσάκι. Αχου το, αχου το. Καλέ γιατί το έχεις ντυμένο τόσο χοντρά; Δεν ξέρεις από μωρά;
-Έχει ίωση.
-Έτσι που το έντυσες θα το κάνεις χειρότερα.
(Γυρίζει στην άλλη κόρη)
– Η μαμά σου δεν με ακούει. Να μην την ντύνετετε έτσι την αδερφή σου.
(Στον μπροστινό της)
– Εσύ από που είσαι;
– Τι να σου πω κυρά μου; Από τη Βουδαπέστη.
-Α. Δεν το περίμενα αυτό. Όλοι καλοί είναι εκτός από τους Καλαματιανούς. Οι Καλαματιανοί θα σου την φέρουν.
(Η διπλανή της βάζει τα γέλια)
– Εσύ τι γελάς; Έχεις κανέναν Καλαματιανό κοντά σου;
Καθώς κατεβαίνω από το λεωφορείο σκέφτομαι πως δε θέλω να ζήσω ως την ηλικία της.