Σε μέρη με πολύ κόσμο, πολυσύχναστα μέρη (αυτή τη φράση προσπαθούσα να θυμηθώ) πολλά μπορούν να συμβούν. Στην σκοτεινή περίοδο των κλειστών μπαρών, είμαστε όλοι ανάμεσα στη νομιμότητα και την παρανομία. Εχτές κυκλοφορούσα με τη μητέρα μου. Εγώ με προσωποιημενη κάρτα διαδρομών, εκείνη θα έβγαζε εισιτήριο. Η ουρά τεράστια και σε κάθε πελάτη τύχαινε κι από ένα απρόοπτο. Της είπα να περάσουμε με τη δική μου την μπάρα. Εκείνη περνάει. Η μπάρα κλείνει και δε με αφήνει να την ξαναχτυπήσω. «Μανούλα», θέλω να φωνάξω. Ένας νεαρός, μου κάνει νόημα να περάσω από τη δική του μπάρα. Δε θα ξεχάσω εκείνο το χτύπημα. Παίρνουμε το μετρό. Όλα θα πάνε καλά.
Στην Ομόνοια οι μπάρες είναι ανοιχτές και τα σκυλιά δεμένα. (Συγγνώμη κύριοι ελεγκτές, μου βγήκε πηγαίο κι έχω -ξέρεις- αυτή την πεποίθηση πως η γραφή είναι σαν το τέντωμα το πρωί. Δεν πρέπει να το καταπιέζεις.) Φτάνουμε Ομόνοια. Οι μπάρες κλειστές και υπάρχει ολόκληρος στρατός από ελεγκτές. Τρεις απ΄αυτούς έχουν μαζέψει καμία δεκαριά πρόσφυγες. Δύο σεκιούριτι ελέγχουν ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Η κατάσταση φαίνεται ζόρικη. Μάνα, ή ηρωική έξοδος ή πρόδρομο. Αέραααααα. Αυτό ήταν. Βγαίνουμε στον ήλιο και τον παν-βρόμικο αέρα της Ομόνοιας. Αυτό το αίσθημα ελευθερίας ήταν πρωτόγνωρο. Στην επιστροφή προφανώς είχαμε κι οι δυο εισιτήριο.