Αυτές τις κρύες μέρες, κυκλοφορώ στην Αθήνα με διάθεση παραμυθιού. Η πεζή καθημερινότητα όμως τείνει να σκοτώνει κάθε τι όμορφο γεννά ο νους. Άνθρωποι σπρώχνουν, βρίζουν, ποδοπατούν, και μέσα σε όλα, αργείς και στον προορισμό σου.
Σήμερα, παραλίγο να έχανα το τρένο. Το λεωφορείο είχε κολλήσει στην κίνηση. Σε δύο λεπτά το τρένο θα έφευγε. Ένα φορτηγό άδειαζε το εμπόρευμά του και είχαμε κολλήσει στην κίνηση. Όταν το λεωφορείο έφτασε στον σταθμό του τρένου, μια ουρά επιβατών με χώριζε από το μηχάνημα εισόδου. Λίγο προτού πάρω το τρένο, βλέπω τις πόρτες να κλείνουν.
Κι όμως! Ένα αγόρι, κρατάει τις πόρτες, κι αυτές ανοίγουν. Τον ευχαρίστησα και μπήκα μέσα. Κι επανέλαβε αυτό άλλες δύο φορές. Σκέφτομαι πως δεν υπάρχουν αλτρουιστές στις μέρες μας, αλλά αυτός ο νεαρός είναι η λαμπρή εξαίρεση.
Αφού όμως ανοίγει και τέταρτη φορά την πόρτα, μπαίνει μέσα μία κοπέλα τρέχοντας και πέφτει στην αγκαλιά του. Καταλαβαίνω πως όσες φορές κρατούσε το τρένο στον σταθμό, περίμενε την κοπέλα του να φτάσει. Βάζω τ΄ακουστικά και σκέφτομαι πως όπως και να έχει, σήμερα δε θ΄αργήσω στον προορισμό μου και είμαι ευγνώμων.