Αν πεις την αλφαβήτα από μέσα σου, θα δεις ότι το Κάπα είναι δίπλα με το Λάμδα. Κάπα, Λάμδα, Μι, Νι κοκ. Ακούω «Η μαμά μου έχει όγκους. Μπορεί καλοήθεις, μπορεί όμως και κακοήθεις». Συνεχίζω να γυρίζω τα δύο σύμφωνα στη γλώσσα μου για να μη τα μπήξω. Καταραμένε καρκίνε, είσαι παντού. «Λα βι ε μπελα», λέει η φίλη μου και αναζητάει το επόμενο τσιγάρο.
Μαμά φίλης έχει όγκους. Σαν αγγελία ακούγεται. Αλλά πώς αλλιώς να το γράψω; Γαμώτο, τι λέξεις χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε για καρκίνο; Χημειοθεραπείες, αδυναμία, χάπια, κατσουφιασμένοι γιατροί και νοσοκομείο δεύτερο σπίτι; Η μαμά σου χωρίς μαλλιά και με ζυγωματικά πιο έντονα και από τη Τζολί; Ή απλά μια λάθος διάγνωση και η ζωή συνεχίζεται με λιγότερα τσιγάρα και ποτά;
Η Αρβελέρ λέει ότι το χειρότερο από όλα, θανάτους, αρρώστιες, λοιμούς είναι ο ΦΟΒΟΣ. Και πιστεύω ότι έχει δίκιο. Φοβάσαι μήπως δεν προλάβεις να ζήσεις. Να δεις (αν είσαι μαμά-μπαμπάς) τα παιδιά σου να παίρνουν πτυχία και να στραβώνεις, όπως κάθε πεθερός/ά που σέβεται τον εαυτό του/της, το στόμα στην επιλογή συντρόφου. Να παίζεις με τα εγγονάκια σου και να τα πηγαίνεις κρυφά για σουβλάκια, ενώ η μαμά τους δηλώνει «βίγκαν». Αν όμως είσαι έφηβος, φοβάσαι, γιατί βιάζεσαι να τα δεις και να τα κάνεις όλα. Να προλάβεις να φιληθείς μια βροχερή μέρα του Σεπτέμβρη και να κάνεις μαραθώνιους ταινιών και junk food με την παρέα σου. Να ξενυχτήσεις και να κλάψεις μετά από άσχημο χωρισμό και να πιεις τόσο που δε θα σε αναγνωρίζει κανείς. Τα θέλεις όλα. Και τα θέλεις τώρα.
Αλλά τελικά μπορεί να μην τα καταφέρεις. Γιατί αυτή η μάστιγα που υπάρχει πλέον παντού θα έχει απλώσει τη σκιά της πάνω σου και θα σε κατατρώει καθημερινά, πρώτα εξωτερικά και μετά εσωτερικά. Πρώτα τους άλλους και μετά εσένα. Ο φόβος. Αυτός θα σου φωνάζει πάντα ότι όσες εξετάσεις και όσες εναλλακτικές και αν δοκιμάσεις, θα καταλήξεις να σέρνεσαι. Όλα είναι μάταια. «Πεθαίνεις. Και θα σου πέσουν τα μαλλιά. Και θα είσαι μονίμως χλωμή. Διακοπές; Πώς σου ήρθε αυτό; Δε θα προλάβεις».
Και σηκώνεις τα τηλέφωνα και τρομοκρατείς όλους τους δικούς σου που καπνίζουν, που κάνουν κατάχρηση του κινητού, που καταναλώνουν πολύ κοτόπουλο ή κάνουν λέιζερ. «Είναι καρκινογόνα». Και αφήνεις ένα στραβό χαμόγελο. Μισό. Λες στα παιδιά σου «Κοίτα πώς είμαι εγώ, δε θέλεις να καταλήξεις σαν εμένα» και άλλα τέτοια μακάβρια που σέρνουν κουβάδες με δάκρυα στο λαρύγγι τους, αλλά στα κρυφά συνεχίζεις τις τζούρες ενώ πίνεις από το στόμιο του μπουκαλιού. Όποια κι αν είναι η αιτία, το αποτέλεσμα παραμένει. Οπότε συνεχίζεις τα πάθη σου «για όσο μπορείς ή όσο προλαβαίνεις». Και δε δίνεις δεκάρα για εκείνους που περιμένουν στην αίθουσα αναμονής τον ασπροφορεμένο γιατρό ή για τα νικορέκτ που σου πήρε η κόρη σου ως χριστουγεννιάτικο δώρο ελπίζοντας ότι θα σταματούσες το κάπνισμα. «Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο».
Και έτσι δέχεσαι παθητικά ότι συμβαίνει. Σκέψου όμως αυτούς που αφήνεις πίσω σου και που θα παλεύουν ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ με ένα κενό, μια απουσία που κανένας αναπληρωματικός δε θα μπορέσει να γεμίσει. Και έτσι θα αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα, every damn day. Και εσένα; Απλά θα σε νιώθουν κοντά τους. Με κάποιο υπερφυσικό, ακαταλαβίστικο τρόπο.
Γι΄αυτό σου λέω. Δε με νοιάζει για πόσο καιρό θα είσαι εδώ. Κάνε αυτό τον καιρό να μετράει. Πάρε τους ανθρώπους σου αγκαλιά και άσε τα πικρόχολα σχόλια περί θανάτου. Δείξε τους ότι τους αγαπάς, ΑΚΟΥΣΕ τους, δεν είσαι ο μόνος που υποφέρει. Μπορεί τελικά το Λάμδα να γίνει Κάπα. Μπορεί το Κάπα, Λάμδα. Κανείς δεν ξέρει. Αυτό που μπορείς, είναι να κάνεις μούσκεμα τη μπλούζα του ανθρώπου σου με ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΟΥ ΔΑΚΡΥΑ και να τον πιάσεις και να τον νιώσεις και να τον φιλήσεις σαν να μην υπάρχει αύριο. Ας ξαναγίνουμε για λίγο ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Θυμάσαι; «Λα βι ε μπέλα».