Πάντα απορούσα με εκείνους που επέμεναν να διατηρούν δώρα, αναμνηστικές φωτογραφίες ή συνήθειες που ενδεχομένως είχαν αποκτήσει κατά τη διάρκεια μιας σχέσης τους. Το εύλογο ερώτημά μου ήταν ότι ένα πουκάμισο-δώρο πρώην για παράδειγμα, είναι πάντα ταυτισμένο με αυτό το πρόσωπο. Στη ντουλάπα είναι βαφτισμένο «το πουκάμισο της Μαρίας», με όλους τους επακόλουθους συνειρμούς και αναμνήσεις.
«Το πουκάμισο είναι άσπρο και με φωτίζει, γιατί η Μαρία έλεγε ότι αναδεικνύει τα μάτια μου που είναι σκούρα. Μετά κάτι έλεγε για το δέρμα μου, ποτέ δεν πρόσεχα τι έλεγε σ΄αυτό το σημείο. Είχε πάρει το βλέμμα του ειδικού και είχε σμίξει τα φρύδια. Έπειτα τη φιλούσα, γιατί ήξερα ότι δεν το περίμενε, ήταν πολύ απορροφημένη με το λόγο της σχετικά με το δέρμα μου και τις πτυχές του πουκαμίσου.Ήταν η καλύτερη στιγμή, καθώς δεν το περίμενε, μου άρεσε πολύ να τη βλέπω να εκπλήσσεται.»
Κλείνει το φύλλο της ντουλάπας, αλλά δυστυχώς αυτό δεν ισχύει για τις σκέψεις. Αυτές συνεχίζουν να περιστρέφονται ξανά και ξανά σαν τη ρόδα ενός ποδηλάτου, ώσπου τελικά σε καθίζουν και απαιτούν να τις ξεψαχνίσεις. Να θυμηθείς σπιθαμή προς σπιθαμή τι είχε συμβεί, πώς και γιατί. Κάποιες σκηνές που ήταν πετυχημένες, όπως τότε που είχατε πρώτη φορά φιληθεί για παράδειγμα. Πάλι η Μαρία δεν το περίμενε, αλλά έδειξε να εκπλήσσεται ευχάριστα από όσο μπορούσες να καταλάβεις από το νευρικό γέλιο που την είχε τυλίξει. «Λες τελικά να ήμουν εγώ για γέλια;», σκέφτεσαι και τα μάτια σου κοιτούν τον τοίχο για απαντήσεις. Το μυαλό σου παίζει ξανά και ξανά τις στιγμές αυτές σαν κινηματογράφος. Tελικά, καταλήγεις και στις άσχημες. Τότε που ένιωθες πιεσμένος και της μίλησες ειλικρινά. «Άρα δε νιώθουμε το ίδιο, λυπάμαι. Καλύτερα να φεύγω.», σου πέταξε και εσύ έμεινες να κοιτάς την πόρτα ντροπιασμένος για τα όσα είχαν ειπωθεί.
‘Ετσι, λοιπόν, όσο είσαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, σκεπτόμενος «τι το΄θελα να βάλω πουκάμισο, να πάρει η ευχή, αυτό μου έλειπε τώρα», δε σταματάς να αναλογίζεσαι τα γεγενημένα. Γιατί κατά βάθος δε θέλεις να ξεχάσεις. Ο Γ. Πασχαλίδης σε ένα βιβλίο του γράφει πώς «Αυτό που δε θέλω να λησμονήσω είναι ο εαυτός μου τότε, μέσα σε εκείνη τη σχέση, με εκείνο τον άνθρωπο και εκείνη την περίοδο. Δεν είναι η Μαρία αυτή καθ΄αυτή που δε επιθυμώ να ξεχάσω – ίσως να είναι και αυτό, οι άνθρωποι είμαστε εγωιστές, δεν ομολογούμε εύκολα ότι χρειαζόμαστε κάποιον άλλο για να ζήσουμε – αλλά δεν επιθυμώ να ξεχάσω το Γιώργο εκείνης της εποχής, τον ερωτευμένο πλην άπειρο, τον μικρό, αλλά όχι αθώο. Τα λάθη, τα λόγια και τα συναισθήματα του. Αυτός ο Γιώργος δεν πρέπει να ξεχαστεί, γιατί είναι κομμάτι του τωρινού και μεγάλου και θεωρητικά ώριμου Γιώργου.»
Ίσως τελικά ο συγγραφέας να έχει δίκιο και εγώ άδικο. Είναι σκληρό να διαγράφεις ένα κεφάλαιο, πετώντας όλα αυτά τα υλικά κατασκευάσματα που ξεγελούν τον άνθρωπο ότι μπορεί να παγιδέψει το χρόνο και τις κόρες του, τις στιγμές, στον κάδο. Να υποκρίνεσαι ότι ποτέ δεν προηγήθηκαν. Αλλά ποιον κοροϊδεύεις; Τον εαυτό σου σίγουρα. Από την άλλη, η θέα τους και οι εικόνες που αυτά πυροδοτούν, μπορεί να σε πονέσουν. Να νιώθεις γροθιές στο στομάχι και μελαγχολία που ταιριάζει στη «θλιμμένη Τζάσμιν».
Αλλά στην τελική θα φορέσεις το πουκάμισο. Και θα το προσέχεις και θα τσατίζεσαι κάθε φορά που θα κάνει λεκέδες. Θα το φοράς και ας μην καταλάβεις ποτέ τη σχέση του με το δέρμα σου. Δεν πειράζει. Η Μαρία ήξερε.
Γράφει η Μαριάνθη Τεντζεράκη