Όπως ο Ν. Καζαντζάκης φανταζόταν τη Νέα Παιδαγωγική σα γυναικεία μορφή με σύζυγο και τα συναφή, έτσι και εγώ όταν ήμουν στη χορωδία του σχολείου για την επέτειο της 17ης Νοεμβρίου και άκουγα για το φασισμό, σχημάτιζα στο μυαλό μου μία ανδρική φιγούρα με μακριά γκρίζα καπαρντίνα και σκυθρωπά μάτια, να κουνάει το δείκτη σα να παραδίδει μάθημα και να φτύνει συνεχώς στο έδαφος.
Αυτός ο κύριος με τη ξεβαμμένη καμπαρντίνα λοιπόν, ήρθε πρόσφατα μπροστά μου και μου χαμογέλασε σαρδόνια και φιλήδονα- ίσως και λίγο υποτιμητικά, αποκαλύπτοντας μια σειρά κίτρινα δόντια. Ήταν πολύ χαρούμενος, γιατί λέει, τώρα που μοιραζόμαστε την ίδια γη με τους πρόσφυγες, κατάφερε να στρέψει μεγάλη μερίδα του πληθυσμού εναντίον της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας. Στα νησιά που οι «νεοεισαχθέντες» είναι αρκετοί έως πολλοί, έπεισε τους αυτόχθονες ότι πρόκειται για εχθρούς. Θέλουν να βιάσουν τις γυναίκες, να κλέψουν τα μαγαζιά και φυσικά να μεταδώσουν τυχόν ασθένειες των παιδιών τους στα δικά τους. Είναι κακοί. Γιατί; Επειδή είναι διαφορετικοί και έχουν άλλες αξίες και πιστεύω από εμάς. Έτσι και ο κόσμος, υπακούοντας πειθήνια στο κιτρινισμένο χαμόγελό του Φασισμού, ήρθε σε σύγκρουση μαζί τους. Δε βλέπουν ότι πίσω από τις μαντήλες και τα σκισμένα ρούχα κρύβονται πεινασμένα σώματα, που είναι ολόιδια με τα δικά μας όταν δεν τρώμε για αρκετές ώρες, επειδή δεν μας το επιτρέπουν οι δυτικότροπες συνήθειές μας.
Αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο για μένα, του πετάω. Εκεί που έχεις καταφέρει να εισχωρήσεις και με πονάει, είναι η άλλη μερίδα. Αυτή που υπερασπίζεται τους κοινωνικά αδυνάτους και τους πρόσφυγες και τους αδικοχαμένους Λαμπράκηδες, τον Πέτρουλα, Φύσσα, Γρηγορόπουλο και δεν θέλω να θυμηθώ άλλους. Αυτοί διαδηλώνουν προς τιμήν και μνήμην των τεθνεώτων παιδιών που εσύ ουσιαστικά σκότωσες- ο Φασισμός σφίγγει τη ζώνη του παντελονιού του τρισευτυχισμένος- με συνθήματα του τύπου «Τσακίστε τους φασίστες σε κάθε γειτονιά», «Κλωτσιές στους φασίστες» που ξεχειλίζουν μίσος. Αν είχαν μπροστά τους τους ιδεολογικά αντιπάλους τους, δε θα δίσταζαν να σηκώσουν το χέρι είτε για να τους χτυπήσουν, είτε για να πετάξουν μολότοφ στα μούτρα τους. Μα τότε, τι τους διαχωρίζει από τα ακραιφνή παιδιά σου, τους φασίστες; Αφού και αυτοί νομιμοποιούν και αναγνωρίζουν τη βία, τις κλωτσιές, τις μπουνιές, το αίμα, αυτοί που κλαίνε και ζητάνε τον Γρηγορόπουλο και τον Φύσσα, θα γίνουν και εκείνοι ίδιοι με τους δολοφόνους τους;
Η απάντηση ίσως είναι ότι οι πολιτικά-ιδεολογικά αντίπαλοι δεν είναι διαλλακτικοί και ούτε δύνανται να αλλάξουν τις απόψεις τους με τη συζήτηση. Οπότε τι; Πληρώνω με το ίδιο νόμισμα; Οφθαλμός αντί οφθαλμού ας πούμε; Πολύ πρωτόγνωρα τούτα τα ένστικτα, φτύνω τις λέξεις μία προς μία μπροστά στον προβληματισμένο Φασισμό. «Αυτό είναι το μυστικό.» μου ψιθυρίζει. «Να καλλιεργήσεις την αντιπάθεια, την απέχθεια σε ΟΛΟΥΣ, αριστερούς, δεξιούς, μαύρους, λευκούς, ιδιώτες και δημόσιους υπαλλήλους. Και τότε…είναι πανεύκολο όχι απλώς να χτυπηθούν αλλά και να σκοτώσουν.»
ΌΧΙ. Βαράω τη γροθιά στο τραπέζι. Ξέρεις τι ανακάλυψα χτες; Το «Γελαστό Παιδί» γράφτηκε για τον Σωτήρη Πέτρουλα, και όχι για τον Λαμπράκη όπως πίστευα τόσα χρόνια. Ο Σωτήρης λοιπόν ήταν φοιτητής που δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων δήθεν από δακρυγόνα- το πιο πιθανό να στραγγαλίστηκε το 1965. Είχε διαφορά δύο χρόνων με το θάνατο του Λαμπράκη. Εξού και η ταύτιση. Ο Στρατής Τσίρκας που μου έκανε την παραπάνω αποκάλυψη, λοιπόν, γράφει στη «Χαμένη Άνοιξη»: «Κι αν χάθηκε μια άνοιξη, στο χέρι τους είναι να την ξαναφέρουν ακόμη πιο μεγάλη και λαμπρή. Ο Σωτήρης ζει. Ο παλμός της ζωής του μεταπλάστηκε σε ενέργεια, γίνηκε κινητήρια δύναμη, που εμψυχώνει κι ενθουσιάζει κι εμπνέει κι οδηγεί.»
Εγώ αυτήν τη πλευρά διαλέγω αξιοθρήνητε Φασισμέ. Και όχι της γροθιάς και της κλωτσιάς.
Πήρε τη ξεφτισμένη καμπαρντίνα και αηδιασμένος από τη φωνή της λογικής που τον είχε πιάσει από το λαιμό με κίνδυνο να τον πνίξει, με κοίταξε μία τελευταία φορά διερευνητικά, και με εγκατέλειψε ηττημένος.