«Τι λάθος κάνω;» Μια ερώτηση που έχει περάσει άπειρες φορές από τα στενάκια του μυαλού σου, χωρίς όμως ποτέ να έχει βρεθεί μια συγκεκριμένη απάντηση. Ποιο ακριβώς είναι αυτό το λάθος; Κατά πόσο είμαστε υπεύθυνοι γι΄αυτά που ασυνείδητα ξεφυτρώνουν μυστηριωδώς σε κάθε γωνιά του μυαλού μας;
Σκέψεις που τριβελίζουν την καθημερινότητά σου και εσύ ανήμπορος να τις απαντήσεις, τις αναβάλεις, ενώ σκέφτεσαι πως θα έρθει η ώρα να τις αντιμετωπίζεις. Ξεχνάς όμως το σημαντικότερο: οι συνεχείς αναβολές σε οδηγούν με βήμα ταχύ προς την φθορά, τη ψυχική σου φθορά, μα κυρίως την συναισθηματική. Οι μάχες, οι κατά μέτωπο επιθέσεις, οι αποφάσεις που καλείσαι να πάρεις, πρέπει να δίνονται στιγμιαία. Γιατί όσο κυλάει ο χρόνος, τόσο περισσότερο η φθορά που υφίστασαι εξαπλώνεται και εσύ γίνεσαι επιρρεπής. Επιρρεπής στην αντοχή σου για πόνο.
Ελπίζεις πως θα αλλάξουν όλα από μόνα τους, πως μια μέρα δεν θα σκέφτεσαι έτσι, δεν θα νιώθεις έτσι, θα αρχίσει να ελπίζεις με έναν διαφορετικό τρόπο. Μα δεν ισχύει αυτό, το ξέρεις κατά βάθος. Αν δεν πράξεις, αν δεν βάλεις εσύ ένα οριστικό τέλος, τίποτα δεν θα διορθωθεί από μόνο του, όσο και να εύχεσαι για το αντίθετο, όσο και να καρτερείς πως τα πράγματα θα είναι διαφορετικά.
Φτάνει, λοιπόν, η μέρα. Η μέρα του τέλους ή ίσως της αρχής. Της δικής σου αρχής, της δικής σου ανανέωσης. Κάτω από τις σταγόνες της βροχής, μια βροχής διαφορετικής από τις άλλες, μια βροχής που δεν προσπαθείς να αποφύγεις, αλλά να βιώσεις με κάθε δυνατό και υπαρκτό τρόπο. Σταγόνες κάθαρσης ακουμπούν τους ώμους σου, τα μάγουλά σου, κιι όταν σηκώνεις το κεφάλι ψηλά στον μαύρο ουρανό, εσύ βλέπεις φως, το φως της αποδέσμευσής σου, το φως της λύτρωσης. Αναζωογονείσαι ολόκληρος, σώμα, ψυχή, μα κυρίως πνεύμα. Έχουν δίκιο τελικά να παρομοιάζουν κάθε τέλος, με μια καινούργια αρχή. Πεθαίνεις μαζί με τις αρνητικές σου σκέψεις, θάβεσαι παρέα με τις άκαρπες ελπίδες που κρατούσες μανιωδώς. Μα την ίδια στιγμή γεννιέσαι, χωρίς να αναλώνεσαι.
Το μυαλό είναι πιο δυνατό από όσο επιθυμούμε να πιστεύουμε και κυρίως εσύ είσαι πιο δυνατός από όσο πιστεύεις. Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να μην αναβάλεις τον πόνο, αλλά να περνάς από μέσα του με όλη σου τη δύναμη, να τον διασχίζεις. Μόνο τότε μπορείς να βγεις πιο δυνατός.