Η ελληνική τηλεόραση βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμου déjà vu. Αν έχει απομείνει έστω κι ένας τηλεθεατής που πιστεύει στη δημιουργικότητα και την καινοτομία της ελληνικής TV, η ίδια φροντίζει από την αρχή της κάθε σεζόν να τον διαψεύσει. Η αδυναμία της να απαγκιστρωθεί από την 90s-00s κιτς αισθητική και η νοσταλγία της για το παλιό ΠΑΣΟΚ το Ορθόδοξο, είναι φανερή από την εμμονή της στην αναβίωση παλιών τηλεοπτικών concept. Ακολουθεί μια αναδρομή, σε μια προσπάθεια να απαριθμήσουμε όλα τα τηλεοπτικά προγράμματα που ανακυκλώθηκαν τις τελευταίες σεζόν και μας έκαναν να φωνάξουμε «Οχι άλλη επανάληψη! Γκώσαμε!»
Τον Σεπτέμβρη του 1991 η Βάσια Τριφύλλη παρουσιάζει για πρώτη φορά το Ραντεβού στα Τυφλά. Από τότε το έχουμε ξαναδεί σε 4 διαφορετικές εκδοχές. Η τελευταία φορά (ας το ελπίζουμε) ήταν το 2016 με τον Μάρκο Σεφερλή, 25 χρόνια από την αρχική του προβολή.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη με το τηλεπαιχνίδι «Άκου τι είπαν». «Ρωτήσαμε 100 ανθρώπους και ψάχνουμε τις 10 δημοφιλέστερες απαντήσεις». Με την ίδια ατάκα ξεκινούσαν οι εκπομπές «Κόντρες» και «Κόντρα Πλακέ» τη δεκαετία του ‘90.
Το «Ποιος θέλει να γίνει Εκατομμυριούχος;» νομίζαμε ότι το απαντήσαμε επιτέλους το 2001, αλλά η εκπομπή νεκραναστήθηκε άλλες 3 φορές, με τελευταία το 2014-2016 με τον Ζουγανέλη.
Το Μεγάλο Παζάρι το είδαμε και το ξαναείδαμε το 1991, το 2006 και το 2017. Την Πρωτοχρονιά του 1990 έκανε πρεμιέρα το πρώτο τηλεπαιχνίδι του Ant1, o Τροχός της Τύχης, ο οποίος για κάποιον ανεξήγητο λόγο έκανε comeback και παίζει ακόμα. Το πιο πολυαναμενώμενο όμως, comeback ήταν αυτό του Ρουκ Ζουκ, το οποίο επέστρεψε στους τηλεοπτικούς μας δέκτες 23 χρόνια μετά την πρώτη του προβολή.
Αυτό είναι το ένα είδος αναβίωσης τηλεοπτικών προγραμμάτων. Ανοίγω το χρονοντούλαπο της ιδιωτικής τηλεόρασης των 90s και ξαναφέρνω παλιά κόνσεπτ στον 21ο αιώνα. Υπάρχει όμως, και ένα δεύτερο είδος κι η συνταγή είναι απλή: Δανείζομαι ένα concept από το εξωτερικό, το νέο προϊόν σημειώνει μεγάλη επιτυχία, το αφήνω στην άκρη για λίγα χρονάκια και μόλις δω ότι το κοινό βαριέται του το ξαναπλασάρω ως καινούργιο και ανανεωμένο. Τη δεύτερη αυτήν εκδοχή φαίνεται να ακολουθούν ευλαβικά τις τελευταίες σεζόν τα τηλεοπτικά κανάλια. Έτσι προέκυψαν οι νεκραναστήσεις των The Voice, Ελλάδα έχεις ταλέντο, Master Chef, Just the 2 of Us, So you think you can dance, X Factor, Deal, Ξαναδέστε τους και φυσικά το πολύ επιτυχημένο Survivor.
Δεδομένων των χλιαρών κι άοσμων κατ’ εμέ αποτελεσμάτων των υπόλοιπων αναβιώσεων, δεν είχα εναποθέσει μεγάλες ελπίδες στο Survivor. Πιστεύοντας ότι διανύουμε τη βασιλεία των talent shows κι όχι των reality, θεώρησα την επανέναρξη της εκπομπής άκαιρη. Η επιτυχία του και η διαφορετικότητά του σε σχέση με το αρχικό format με βρήκε προ εκπλήξεως. Αρκετά ηπιότερο από το αρχικό reality, όπου οι νικητές των επάθλων διαπραγματεύονταν αν έπρεπε να διαλέξουν μεταξύ πίτσας ή τσιγάρων, την ίδια στιγμή που τα έπαθλα του τωρινού Survivor ήταν διαμονή δίπλα στο εξοχικό της Καρντάσιαν. Από την άλλη, αρκετά λιγότερο reality από το αρχικό reality, αφού όπως είδαμε τα 2/3 της εκπομπής αποτελούνταν από τα αγωνίσματα. Αναφέρω την περίπτωση του Survivor ως το πρότυπο της αναβίωσης, η οποία λειτουργεί σωστά βάσει της αρχής «Αν είναι να το ξανακάνεις, κάν’ το καλύτερο από το πρωτότυπο».
Αυτήν την αρχή δεν ακολούθησαν σε καμία περίπτωση οι άνευρες κι άγευστες απομιμήσεις του Survivor, Survival Secrets και Nomads, οι οποίες μας έχουν και κριντζάρουμε άσχημα από την αρχή της σεζόν. Η μεν τρασίλα του Survival είναι υπερβολική ακόμη και για τον μέσο Έλληνα τηλεθεατή, που κι αν έχουν δει τα μάτια του τρας και κακό! Το δε Nomads είμαι σίγουρη ότι αδικήθηκε από τις συγκυρίες κι αν είχε βγει το 2003 θα είχε κάνει θραύση. Η αισθητική του πάντως εκεί τοποθετείται χρονικά, μαζί με τις προσπάθειες ξεκατινιάσματος και δημιουργίας ίντριγκας του Αρναούτογλου (έλα και βαριέμαι).
Γιατί η ελληνική τηλεόραση αρέσκεται στο να επαναλαμβάνεται και να αναβιώνει παλιά τηλεοπτικά format, έστω και με κουτοπόνηρα re-branding; Θα μπορούσε κανείς να ρίξει το φταίξιμο στην οικονομική κρίση και τη συρρίκνωση του budget. Αλλά δεν ξέρω κατά πόσο αυτή η δικαιολόγηση στέκει, αν αναλογιστεί κανείς τα υπέρογκα ποσά που χρειάστηκαν τηλεοπτικά προγράμματα, όπως το Nomads, το Survivor και το Star Academy, που προς μεγάλη μας έκπληξη, ήταν πιο ακριβό και πιο κιτς από τον πρόγονό του, Fame Story.
Οπότε, όχι δεν πιστεύω ότι ο λόγος είναι οικονομικός. Αντίθετα, πιστεύω ότι ο Έλληνας έχει θέμα με τις αλλαγές. Άπαξ και βρει κάτι που του αρέσει, θα το κονσερβοποιήσει και θα το βλέπουν μέχρι και τα εγγόνια του, προβάλλοντας άρνηση σε οτιδήποτε διαφορετικό και καινοτόμο. Η ελληνική τηλεόραση χαρακτηρίζεται από έντονη δυσπροσαρμοστικότητα, όχι μόνο σε σχέση με το τι γίνεται στην παγκόσμια σκηνή, αλλά και σε σχέση με τον κόσμο των νέων, τον οποίο αρνείται πεισματικά να καταλάβει και να ακολουθήσει.
Έχει φτάσει λοιπόν από το άλλοτε πιο διαδεδομένο μέσο μαζικής ενημέρωσης και διασκέδασης, να είναι το μονοπώλιο της μέσης και 3ης ηλικίας, το οποίο οι νέοι δε ψάχνονται καν να εκσυγχρονίσουν. Νομίζω κάπου εκεί θα τοποθετούσα και την εξήγηση του παραπάνω φαινομένου. Οι επαναλήψεις είναι πιο εύπεπτες για τους μεγαλύτερους, που ίσως δε ψάχνονται για το καινούργιο και το πρωτοπόρο και τους αρκεί ο παλιός που είναι αλλιώς. Έτσι, η αγκύλωση σε πεπαλαιωμένα κόσεπτ και ιδέες διαιωνίζεται στα βασίλεια του μηδαμινού, της προβλεψιμότητας και της λοβοτομημένης δημιουργικότητας. Αν συνδυάσεις δε όλα τα παραπάνω με το γενικότερο nostalgia wave, την κυριαρχία του οποίου μπορείς να παρατηρήσεις παντού γύρω σου, έχεις την απάντηση.
Για να μην παρεξηγηθώ, η ανάσυρση εκπομπών του παρελθόντος δεν είναι κατ’ ανάγκη κακή, απλά θέλει τρόπο. Κι όταν δεν έχει τρόπο μας κάνει να σηκώνουμε φρύδι και να αναφωνούμε ως άλλη Ραμόνα «Μωρέ γ(κ)ατούλα, άστο!»