Στις σχέσεις, τα όρια μεταξύ της απόλαυσης και του πόνου είναι δύσκολο να καθοριστούν. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η κοινή αντίληψη ότι οι δυσκολίες, οι συγκρούσεις κι ο πόνος είναι συχνά απαραίτητα και σωτήρια συστατικά μιας ισορροπημένης σχέσης. Εξάλλου, ένας έρωτας δίχως τρικυμίες και διακυμάνσεις υστερεί σε πάθος κι ενδιαφέρον. Ποιός θα εμπνεόταν να αποτυπώσει μια καθόλα ομαλή σχέση στις σελίδες ενός ρομάντζου ή στο σενάριο μιας κινηματογραφικής ταινίας; Για την ακρίβεια, αυτά τα βιβλία και οι ταινίες έχουν μεγάλη ευθύνη στην υιοθέτηση όλων αυτών των αντιλήψεων, αφού μας έμαθαν πως ό,τι κι αν γίνει, μετά από όλους τους καβγάδες, τα εμπόδια, την απόσταση, τους θεαματικούς χωρισμούς, το ζευγάρι θα είναι μαζί.
Στο σκεπτικό πολλών, ο ψυχικός πόνος ισούται με συναισθηματική ωρίμανση του ατόμου, αλλά και της ίδιας της σχέσης. Ο πόνος μπορεί να είναι διδακτικός, έχοντας την ιδιότητα να μας κάνει να αντικρίσουμε μια κατάσταση σε όλη της την ωμότητα, χωρίς καθόλου να την ωραιοποιήσουμε. Μπορεί, επίσης, να μας διδάξει ποια είναι τα όρια μας και τι έχει πράγματι αξία στη ζωή μας. Εκτός από διδακτικός, ο πόνος είναι κι αναπόφευκτος, καθ΄ότι καμία διαπροσωπική σχέση δε γίνεται να συνεχίζεται για πάντα χωρίς συγκρούσεις. Όσο μεγαλύτερη επιρροή έχει η εκάστοτε σχέση πάνω μας κι όση μεγαλύτερη εγγύτητα νιώθουμε με ένα άτομο, τόσο πιθανότερο είναι η σύγκρουση να μας πληγώσει. Οι επιστήμονες, μάλιστα, υποστηρίζουν πως ο συναισθηματικός πόνος είναι απόλυτα συγκρίσημος με τον σωματικό. Όλα αυτά δείχνουν πως ο πόνος είναι συνυφασμένος με την ίδια τη ζωή.
Ωστόσο, πότε μια διαρκής συναισθηματική κόπωση με τα απαραίτητα «σκαμπανευάσματα» μετατρέπεται σε κακοποίηση, η οποία σταδιακά παίρνει τα ηνία της ζωής μας; Πότε μια ισχύουσα κατάσταση μας ξεπερνά και γίνεται ο εφιάλτης μας; Οι παραπάνω προτάσεις σκιαγραφούν σε γενικές γραμμές μια τοξική σχέση, η οποία απομυζεί την ενέργειά μας και καταστρέφει την αυτοεκτίμηση και τη διάθεση μας. Μια τέτοια σχέση έχει την δυνατότητα να εισβάλλει στις ζωές μας και να τις «δηλητηριάζει», γεννώντας μας έντονα και συχνά αντιφατικά συναισθήματα και θολώνοντας τη λογική μας.
Η παραμονή μας σε μια τέτοια σχέση μπορεί να οφείλεται στο φόβο μας να αποκοπούμε από αυτήν ή στην άγνοιά μας ότι βρισκόμαστε «όμηροι» μιας τέτοιας κατάστασης, θεωρώντας τα σκαμπανευάσματα που επιφέρει η σχέση αυτή στην ψυχολογία μας φυσιολογικά. Μπορεί επίσης, από απελπισία ή υπερβολική αισιοδοξία, να θεωρούμε πως έχουμε τη δυνατότητα να αντιστρέψουμε την κατάσταση, ακροβατώντας μεταξύ αγάπης κι αυτοκαταστροφής.
Αναλύοντας μια τέτοια σχέση φτάνω στο εξής ερώτημα (το οποίο δυσκολεύτηκα τόσο να το παραδεχτώ, όσο και να το γράψω): τελικά επιθυμούμε τη σχέση ή τον πόνο που μας προκαλεί; Και μόνο η ερώτηση αυτή καταδεικνύει πως η σχέση είναι βλαβερή.
Οι κακοποιητικές σχέσεις, οι οποίες συχνά, αλλά όχι πάντα, περιλαμβάνουν και σωματική βία, είναι επικίνδυνες για την ψυχική και σωματική μας υγεία. Σπάνια εώς ποτέ οδηγούν σε κάτι καλύτερο και πάντα αφήνουν τουλάχιστον τον έναν από τους δύο τραυματισμένο. Μια τέτοια σχέση θα ήταν προτιμότερο να «πεθάνει», γι΄αυτό και η συμβουλή μου είναι να αποκοπούμε από «τοξικά» άτομα αμέσως μόλις συνειδητοποιήσουμε ότι μας περιβάλλουν. Η παραμονή μας σε μια τέτοια κατάσταση θα μας κάνει σύντομα να νιώσουμε σα να βρισκόμαστε σε τρενάκι του λούνα παρκ, το οποίο ελέγχουν άλλοι. Δεν υπόσχομαι ότι η αποκοπή αυτή θα είναι ανώδυνη. Σίγουρα όμως, κρίνοντας από την πρόσφατή μου εμπειρία, σας εγγυόμαι πως μετά τον πόνο έρχεται η ανακούφιση… και είναι υπέροχη!
Υ.Γ.: Ενώ διαβάζεις, άκου αυτό…