Κάποιοι άνθρωποι νιώθουν αμήχανα με το ρατσισμό που ασκούν και προσπαθούν να τον κρύψουν κάτω από σαχλά επιχειρήματα.
Στο λεωφορείο ένας νεαρός μετανάστης ζητά σε έναν να κάνει στην άκρη για να πάει στο μπροστινό μέρος του λεωφορείου.
– Μπορώ να περάσω μπροστά;
– Κάνε στην άκρη ρε, δίνε του. Δεν περνάς από μένα.
– Θέλω να πάω στο μπροστινό μέρος, για να βλέπω τη διαδρομή.
– Είμαι Έλληνας με παιδιά. (Δεν κατάλαβα γιατί αυτοσυστήθηκε με αυτό τον τρόπο. Στο θέατρο θα λειτουργούσε σα διάλογος ωστόσο.)
Επεμβαίνει μια ηλικιωμένη και λέει πως είναι κατά της δημοκρατίας η στάση του.
– Ποια δημοκρατία; Είμαι Έλληνας με παιδιά (Πάλι δεν κατάλαβα την παράθεση της πληροφορίας)
Αφήνει τελικά το νεαρό να περάσει, αλλά συνεχίζει να μιλάει:
– Έρχονται στην Ελλάδα και νομίζουν πως μπορούν να μας κάνουν ότι θέλουν. Μάθατε να μας λέτε όλους ρατσιστές. Δεν είμαι ρατσιστής. Έλληνας είμαι.
(Δε χρειάζεται να κουράσω το μυαλό μου για να σκεφτώ ποια εκλογική ομάδα –τους λέμε κι εκλογική ομάδα- υποστηρίζει. Και καλά –καθόλου καλά- είσαι ρατσιστής και φαίνεται, αλλά να λες πως είναι φυσιολογική η συμπεριφορά σου επειδή είσαι Έλληνας, τότε με προσβάλεις διπλά, α) γιατί παρενοχλείς ένα συμπολίτη μου χωρίς να υπάρχει κάποια αφορμή και β) γιατί με εξισώνεις με τις ναζιστικές σου αντιλήψεις. Ένας Έλληνας και δη ένας πατέρας θέλω να πιστεύω πως διαφέρει από αυτό που έχει στο μυαλό σου. Και για να μην ασχολούμαι μαζί σου, ναι, είναι πιο ωραία να είσαι στο μπροστινό μέρος του λεωφορείου, γιατί στριμωχνόμαστε που στριμωχνόμαστε, τουλάχιστον να έχουμε καλή θέα.)