Παραμονή Χριστουγέννων. Μπήκα στο τελευταίο τρένο για να γυρίσω σπίτι μετά την έξοδό μου. Το μάτι μου έπεσε κατευθείαν στο αγόρι απέναντί μου. Νέος, κοντά στην ηλικία μου. Ξανθός με γαλανά μάτια και έντονα χείλη. Με «μοντελίστικα χαρακτηριστικά», όπως είπε και η αδερφή μου. Φορούσε και κάτι γαλάζια ακουστικά, αμέσως τράβηξαν το βλέμμα μου.
Για κάποιο περίεργο λόγο δε μπορούσα να σταματήσω να τον κοιτάζω. Ωστόσο, δεν ήθελα να γίνω και αντιληπτή. Κάθε τόσο έστρεφα το βλέμμα μου αλλού. Καθώς τον παρατηρούσα διέκρινα μίααπόγνωση στο ύφος και τις εκφράσεις του, μια ανησυχία. Έπαιρνε βαθιές ανάσες και είχε μια αμηχανία στην κίνηση των χεριών του. Τα ακουμπούσε πάνω στα χείλη του, πότε επίπεδα και πότε σε σχήμα γροθιάς. Τι μπορεί να τον έκανε έτσι; Τι του συνέβη τέτοια μέρα; Ξημέρωναν Χριστούγεννα! Κατέβηκα στη στάση μου με άλυτη την απορία.
Ιστορία από την Λυδία Καραθανάση