Στο πρώτο βαγόνι, ξανά στο ίδιο κουπέ μ’ έναν ετοιμοπόλεμο τοξικομανή. Αυτές οι εξαρτήσεις, αχ! Μπαίνει μέσα για να ζητιανέψει, μα πετυχαίνει έναν άλλο επαίτη. Κάθεται και τον ακούει και τον σχολιάζει. Ο ένας μαθαίνει την επαιτεία από τον άλλο. Ματαιoπονεί. Δεν του δίνει κανένας χρήματα. Κάνει να καθίσει. Ετοιμάζεται να πέσει στον μπροστινό του. Τον σηκώνει. Στον επόμενο σταθμό, παραχωρεί τη θέση του σε μια κυρία. Εκείνη απορεί. Δεν είναι τόσο μεγάλη. Στο μεθεπόμενο σταθμό, αδειάζει η απέναντι θέση. Η κυρία του λέει «ό,τι δίνεις παίρνεις στη ζωή». Σκέφτομαι την ειρωνεία της φράσης και γελάω μόνος μου. Ο άντρας αρχίζει να πέφτει πάλι. Η μπροστινή του γυναίκα φωνάζει στον κύριο που τον είχε σηκώσει πριν, να τον ξανασηκώσει. Όσες φορές και να τον σηκώσει, εκείνος πέφτει, πέφτει, πέφτει, μόνο πέφτει. Θα ήθελα να τον σηκώσω, αλλά έπρεπε να σηκωθώ. Έφτασα στον προορισμό μου. Εκείνος θα φτάσει;
By
Posted on