Μετά από νυχτερινή έξοδο, τρέχω βιαστικά προς τον σταθμό του ηλεκτρικού στο Μοναστηράκι. Καθώς κάνω να κατέβω τις σκάλες, δύο security που ανεβαίνουν, με πληροφορούν πως τελείωσαν τα τρένα για Κηφισιά. Σκέφτομαι τα νυχτερινά λεωφορεία. Πηγαίνω με το μετρό στο Μέγαρο. Πόση ώρα θα κάνει άραγε;
Η στάση είναι άδεια. Μπαίνω στον Βενέτη να πάρω μια μπύρα. Καλά περάσαμε κι απόψε. Επιστρέφω στην στάση. Κάθεται ένας άντρας γύρω στα 30. Το κινητό του κοντεύει να κλείσει από μπαταρία, όπως και το δικό μου. Θα χρειαστεί να περιμένουμε το λεωφορείο για περίπου μισή ώρα. Δε θα πούμε και πολλά. «Δεν είμαι καλά», θα πω με πλήρη δραματικότητα και όταν απορήσει, θα του δείξω την φράση γραμμένη με ανεξίτηλο μαρκαδόρο.
Η ώρα περνάει και κρυώνω. Βγάζει να στρίψει τσιγάρο. «Μπορώ να έχω κι εγώ ένα;», ρωτάω. Όταν μου δώσει, θα συστηθούμε. Δε θα προλάβουμε όμως να τα καπνίσουμε. Το λεωφορείο κατέφτασε. «Στην Κηφισιά θα το καπνίσουμε», λέω. Συμφωνεί. Λίγο πριν φτάσουμε στην Κηφισιά, θα με πάρει η κολλητή μου τηλέφωνο. Ώσπου να της το κλείσω, θα κατέβει. Με Uber θα φτάσω σπίτι και θα κοιμηθώ πολύ αργότερα. Δεν το κάπνισα τελικά αυτό το τσιγάρο.