Στην Ελλάδα, ο όρος «Νευρασθενικός οδηγός» προσδιορίζει τη συντριπική πλειοψηφία των οδηγών. Ο Έλληνας είναι σα να οδηγεί για να βρίζει. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τις επινοημένες βρισιές του πατέρα μου για άλλους οδηγούς. Θα μπορούσα να γράψω ένα ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτούς.
Την Κυριακή, πήρα το λεωφορείο της περιοχής μου. Στο φανάρι, ο οδηγός δυσκολεύεται να πάρει τη στροφή, γιατί ένας άλλος οδηγός είχε παρατήσει το αμάξι του στη μέση για να κόψει ρίγανη.
«Πρέπει να του το κάνω καλοκαιρινό του παπάρα για να μάθει» είπε και οι επιβάτες πήραν το μέρος του. Προχωράμε. Ο δρόμος είναι ανοιχτός, γιατί γίνονται έργα και ένας λόφος από χώμα είναι απροστάτευτος.
«Αυτό δε θα το αφήσω να περάσει έτσι» λέει και στη συνέχεια σταματάει δίπλα από τους εργάτες.
«Αν δεν μαζέψετε το χώμα να περνάει το λεωφορείο, όταν ξαναπεράσω θα ρίξω εσάς στον λάκο, μ’ ακούτε αλβανόφατσες;» φωνάζει και φεύγει ενώ εκείνοι κουνάνε το κεφάλι.
Στην επόμενη στάση ανεβαίνει μια κυρία με το καρότσι του μωρού της. Το παίρνει δίπλα της αντί να κάτσει στην ειδική θέση για τα καρότσια. «Δεν ξέρεις κυρία που μπαίνει το καρότσι ή μας το παίζεις έξυπνη;» λέει.
Όταν κατεβαίνω στη στάση μου σκέφτομαι πως στο επόμενο δρομολόγιο θα φοράω τα μεγάλα λευκά ακουστικά μου.
(Ο μόνος λόγος που δεν μου προκάλεσε ταραχή ο οδηγός είναι γιατί ο Sam Rockwell πήρε το Oscar για το Three Billboard outside Ebbing. Μπορεί κι ο οδηγός αυτός να νομίζει πως παίζει σ’ έργο του ΜακΝτόνα)