Ενώ μπαίναμε στην Άνοιξη, ο καιρός επέστρεψε στις βροχές και στους ανέμους. Κανονικά θα έπρεπε να μελαγχολήσω, να γίνω κι εγώ μουντός, αλλά έλα που μ’ αρέσει ο χλωμός καιρός. Η μάνα μου λέει πως ταιριάζω περισσότερο στη Βρετανία, γιατί ναι, δεν μου λέει τίποτα το ελληνικό καλοκαίρι. Η ζέστη μου ταλαιπωρεί.
Τώρα που έπεσε η θερμοκρασία, θυμάμαι το Εράσμους μου στο Βέλγιο. Εκεί, αντί για βρώμικα αστικά λεωφορεία, κάναμε ποδήλατο ή περπατούσαμε για να πάμε από εδώ, εκεί και παραδίπλα. Για να πάμε σε άλλη πόλη, αντί για ΚΤΕΛ με Άντζελα Δημητρίου και Σεφερλή σ’ επανάληψη παίρναμε το υπεραστικό τρένο. Αυτά τα τρένα με τους ελεγκτές (πόσο ωραία ταινία το The Reader), τα βαγόνια και το καφέ. Στο Βέλγιο, οι συρμοί τηρούν τ’ αυστηρά τους ωράρια, και ο ελεγκτής μπορεί να σε ξεχέσει πολύ άσχημα αν καθυστερήσεις το δρομολόγιο. Εδώ δεν παίζει το «κρατάω τις πόρτες ανοιχτές για να προλάβει η παρέα». Θα πρέπει να πάρεις το επόμενο δρομολόγιο σε μισή ώρα. Τα εισιτήρια είναι πανάκριβα. Δεν περίμενα ποτέ μου πως θα προτιμούσα να κάνω ποδήλατο από το να πάρω το λεωφορείο. Πώς θα ήταν άραγε η ζωή στην Αθήνα με μεγαλύτερα πεζοδρόμια και με ποδηλατόδρομο; Θ’ αφήναμε τις κακές μας συνήθειες στη μετακίνηση;