Αυτή τη φορά βρίσκομαι στο τελευταίο βαγόνι. Είναι από τις σπάνιες στιγμές που αποφασίζω ότι δεν θα συνδέσω τα ακουστικά μου στην υποδοχή του κινητού μου. «Ας ακούσω σήμερα τον έξω κόσμος», σκέφτομαι.
Το μάτι μου πέφτει απέναντι σε δύο παιδιά στην ηλικία μου. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Τους παρατηρώ. Όπως φαίνεται τους συνδέει κάτι παραπάνω από μία απλή φιλία. Κάνω προσπάθειες να κρυφακούσω τι λένε. Κι όχι από άκομψη περιέργεια, αλλά το ύφος και η στάση του αγοριού μου δείχνει πως λέει κάτι πολύ σοβαρό στην κοπέλα. Τα καταφέρνω, πάρα τους ενοχλητικούς ήχους της πόρτας. Σχεδόν στηρίζοντας όλη του την ευτυχία στη φράση του, της λέει πόσο την έχει ερωτευτεί.
Η τραγική ειρωνεία έρχεται στο πως υποσχέθηκα να ακούω τον κόσμο γύρω μου, κατέληξα να βυθιστώ στο δικό μου συλλογισμό:
«Τι είναι τελικά ο έρωτας; Άλλος ισχυρίζεται ότι είναι ερωτευμένος με τη δουλειά του. Αλλά για εμένα ο πραγματικός έρωτας απευθύνεται σε άνθρωπο. Σε αυτόν δηλαδή που ζει, σκέφτεται, βιώνει, αισθάνεται, μπορείς να τον αγγίξεις. Ερωτεύεσαι πράγματι αυτό που είναι ο άλλος ή αυτό που εσύ φτιάχνεις στο μυαλό σου; Μέχρι τελικά να το αποδομήσεις κι αυτό. Και γιατί να το αποδομήσω; Τρελή είμαι; Οχι. Μάλλον αναγκασμένη.»
Το ζευγάρι απέναντι μου έχει φύγει, ο συλλογισμός μου σχεδόν ολοκληρώθηκε και η στάση μου έφτασε. Κατεβαίνω. Χαμογελώ γιατί για ακόμα μια φορά οι σκέψεις μου χρωμάτισαν ένα βαγόνι.
Γράφει η Λυδία Καραθανάση