Ο τίτλος είναι μια προσπάθεια να μεταφράσω τη λέξη «bullies» στα ελληνικά. Η λέξη νταήδες, δεν έχει πλάκα. Πήρα το λεωφορείο, Σάββατο απόγευμα. Κάθομαι ανάμεσα σε μια παρέα αγοριών, ντυμένων με αθλητικά ρούχα και χρυσές καδένες. Η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν μου θύμιζε ταινία του Tarantino ή θεατρικό έργο του ΜακΝτόνα:
-Μαλάκα, ο ξάδερφός σου πόσο χρονών είναι;
-14. Γιατί;
– Γιατί θα τον γαμήσω ρε.
-Τι σου έκανε;
-Θα σου πω όταν το γαμήσω.
– Πού θα πάμε;
-Για ναργιλέ. Βλέπεις; Αυτά έχω μόνο. (Δείχνει ένα πεντάευρο). Φτάνουν; Μαλάκα. Άκου. Δεν γουστάρω να μου την πέφτουν χωρίς λόγο. Καθόμασταν Ουσίες και καπνίζαμε. Με κοιτάει ο άλλος, έτσι, και μου το παίζει ιστορία. Του λέω. Τι κοιτάς ρε; Άμα είσαι μάγκας, έλα έξω να τα πούμε λίγο. Μαλάκα, ήταν τρεις. Δεν τους νοιάζει να την πέσουν τρεις εναντίον ενός. Τόσο τους παίρνει. Περίμεναν πως είμαι μόνος. Βγαίνουμε έξω. Κάνω νόημα στον ακατάδεκτο που ήταν στο μπαλκόνι και κατεβαίνουν με τον κολλητό του. Τους είδαν και τα έχασαν. Δεν περίμεναν πως έχω και εγώ φιλαράκια να ξηγηθούν. Μαλάκα, θέλω πολύ να δώσουμε ξύλο κάπου σήμερα.
-Που;
-Οπουδήποτε. Σε κανέναν Παοκτζή, οπουδήποτε.
(Φτάσαμε στο τέρμα του λεωφορείου. Ο πολλά βαρύς σηκώνεται, και πιάνει τον σηκωμένο του φαλλό πάνω από το παντελόνι. Καρφώνει με το βλέμμα του τον απέναντι και γελάει κάφρικα. Προσπαθώ να καταλάβω αν σοβαρολογούσαν. Παίρνοντας το πρώτο βαγόνι, η διάθεσή μου είχε χαλάσει).