Όλοι ξέρουμε πως τα λεωφορεία, όπως και τα μετρό το μεσημέρι, είναι σε πατώ-με πατάς και το να ψάχνεις θέση να καθίσεις είναι σα να ψάχνεις κούκλο διανοούμενο με καλλιτεχνικές ανησυχίες για μονογαμική σχέση. Σε διαδρομή μου προς το σπίτι, βλέπω μία ηλικιωμένη γυναίκα με μαλλί στα όρια περούκας «Βουγιουκλάκη» να μετακινείται πάνω στο κάθισμά της. Θα κατέβει, σκέφτομαι, αλλά δεν έλεγε να σηκωθεί. Μήπως χρειαζόταν βοήθεια;
Ρωτάει κάτι για την στάση που ήθελε να κατέβει την μπροστινή της. Αποφασίζει να σηκωθεί, αλλά νιώθω πως θα ξαναγυρίσει. Ο οδηγός της λέει να καθίσει και θα την ενημερώσει, επιβεβαιώνοντας τον κακό οιωνό. Ο μισός ποπός της κάθεται στο -πλατύ ομολογουμένως- κάθισμα κι ο άλλος μισός είναι όρθιος κι αεράτος.
Η ηλικιωμένη κατάλαβε πως ήθελα να κάτσω. «Αν θες πέρνα να κάτσεις από μέσα», «Δε χρειάζεται, θα κατέβω πριν από εσάς νομίζω» απαντώ με καταφανώς προσποιητό χαμόγελο. Να κάτσω δίπλα σε αυτήν; Αποκλείεται. Κοιτάζω τα δόντια της, απορώ αν πονάς όταν φοράς μασέλα. Κοιτάζω τα μαλλιά της, σκέφτομαι αν θα ταιριάζουν στη μαμά μου όταν θα φτάσει στην ηλικία της. Κατεβαίνω στην επόμενη στάση. Αποχαιρετώ τον μισό ποπό της (τον όρθιο) και την χαμένη μου άνεση.