Μπαίνω στο τρένο. Έχω μπροστά μου περίπου είκοσι στάσεις. Αναρωτιέμαι τι να κάνω για να περάσω όσο το δυνατόν πιο ευχάριστα γίνεται αυτό το εικοσάλεπτο, ενώ ταυτόχρονα ξέρω πόσο θα στριμωχτώ μαζί με αλλους τόσους συνεπιβάτες. Συνδέω τα ακουστικά στο κινητό μου για να πιάσω τον αγαπημένο μου ραδιοφωνικό σταθμό και να ακούσω για ακόμα μια φορά όλα εκείνα τα τραγούδια που αγαπώ.
«Κλακ!» Ακούγεται ξαφνικά αυτός ο ήχος που μαρτυρά πως έσπασε εσωτερικά το ακουστικό. «Γαμώτο», λέω κατευθείαν από μέσα μου και δυσανασχετώ γιατί ξέρω ότι δε θα συνοδεύσουν τις σκέψεις μου μουσικές, χαρούμενες και μη! Ξέρω ότι οι σκέψεις μου ούτε θα ντυθούν, ούτε θα μπερδευτούν με μουσική. Στο μεταξύ έχει περάσει κιόλας η μισή διαδρομή. «Δε βαριέσαι», σκέφτομαι, «ας χαζέψω από το παράθυρο». Γυρίζω στην κυρία Κασσάνδρα, «Σε λίγα λεπτά φτάνουμε»,της λέω. Στη φωνή μου και στο πρόσωπο της κυρίας Κασσάνδρας διακρίνεται η ανακούφιση.
Μέσα σε αυτά τα λιγοστά λεπτά αρχίζω να κοιτάζω ερευνητικά γύρω μου, σαν να με τράβηξε κάτι! Δεκάδες άνθρωποι μπροστά μου. Ίδιοι, μα και διαφορετικοί. Διαφορετικοί εξ΄όψεως, ψηλοί, κοντοί, αδύνατοι και λιγότεροι αδύνατοι!. Κοπέλες με πρωτότυπα χρώματα στα μαλλιά τους, αγόρια με tattoo και σκουλαρίκια. Άνθρωποι άλλου χρώματος, άλλης εθνικότητας. Όμως όλοι τους έχουν κάτι κοινό. Τι μπορεί να σκέφτεται καθένας; Κάποιοι έχουν ένα χαρούμενο ύφος και κάποιοι άλλοι κοιτάζουν βαριά, βαθιά και αφηρημένα.
Ξαφνικά, οι πόρτες του τρένου ανοίγουν και η κυρία Κασσάνδρα με τραβάει απότομα έξω! Έχουμε κιόλας φτάσει στον προορισμό μας. Μοιάζω χαμένη ή καλύτερα ξεχασμένη κάπου εκεί σε κάποια σκέψη μου. «Όλα εντάξει;», με ρωτάει απορημένη η κυρία Κασσάνδρα. Δεν είμαι σίγουρη για το αν όλα ήταν εντάξει, μα γύρισα, χαμογέλασα ελαφρώς και της είπα πως «Εδώ μέσα, έχεις την ευκαιρία να δεις όλα τα είδη ανθρώπων, δείγμα της κοινωνίας που ζούμε!». Κι όλα αυτά μπαίνοντας απλά στο τρένο!
(Ιστορία από την Λυδία Καραθανάση)