Σάββατο απόγευμα πήραμε το λεωφορείο προς Επίδαυρο. Η όρεξη και το κέφι είναι μεγάλα και ας είμαστε μικροί. Με το πλατύ του χαμόγελο με ρωτάει στοιχεία για το έργο που θα δούμε το βράδυ στο θέατρο. Δεν με διακόπτει. Έχει απορίες αλλά θα τις ρωτήσει στη συνέχεια. Ο ήλιος τον κάνει να θέλει να μισοκλείσει τα μάτια. Τελικά, κλείνει την πορτοκαλί κουρτίνα. “Τι όμορφο που τον καίει ο ήλιος” σκέφτομαι, αλλά δεν το λέω.
Φαίνεται να έχει ζέστη έξω αλλά ευτυχώς δεν την νιώθουμε στο λεωφορείο.
Κάναμε στάση στον Ισθμό της Κορίνθου. Οι τιμές στο μαγαζάκι είναι απαγορευτικές για εμάς. Πήγαμε στο περίπτερο. Πήρε πατατάκια και άλλα σνακ για να έχουμε στο ταξίδι. Το τσάι ροδάκινο είναι πολύ δροσιστικό. Θα παίρνω τσάι ροδάκινο στο εξής.
Με έχει πιάσει η φλυαρία μου πάλι και φοβάμαι πως θα χάσω το επεισόδιο μαζί του. Θα ήθελα να βγάλω το κινητό μου και να τον φωτογραφίσω με το καταπράσινο φόντο της Αργολίδος. Δεν έχω τέτοια οικειότητα όμως.
Αποφασίσαμε να γεμίσουμε την διαδρομή μιλώντας για ταξίδια που κάναμε σε μέρη μακρινά. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να γνωριστούν δυο άτομα που δεν έχουν κοινές εμπειρίες.
Γνωριστήκαμε και με άλλα άτομα που βρήκαμε στο λεωφορείο. Η συζήτηση φούντωσε. Θαυμάζω τους ανθρώπους που μπορούν να κάνουν έτσι απλά μια γνωριμία και την επόμενη στιγμή να ανταλλάξουν τηλέφωνα “για να μην χαθούνε”.
Στην επιστροφή έπεσε για ύπνο. Φοβόμουν πως μέχρι και η αναπνοή μου μπορούσε να τον ξυπνήσει.
Τελικά, δεν τον ξύπνησα. Φαινόταν κουρασμένος. Αποχωριστήκαμε με μια αγκαλιά.
(Έχω κάνει αυτή τη διαδρομή αρκετές φορές, αλλά τώρα θα την θυμάμαι με το χαμόγελό του.)