Βρίσκομαι στην Ομόνοια ένα απόγευμα Τετάρτης για να βγάλω κάρτα για τα μέσα. Νιώθω πολύ άνετα που κάθομαι σαν το αγγούρι στην τετράπαχη ουρά. Αναγκασμένος εκεί για 40′, έχω το χρόνο να παρατηρήσω τους ανθρώπους.
Ένας παππούς κρατάει το εγγονάκι του αγκαλιά. Δεν πάει στο μηχάνημα γιατί φοβάται ότι θα του τα φάει και πως δε θα καταλάβει που θέλει να πάει. Το εγγονάκι του βαριέται και παρατηρεί κι αυτό τους άλλους ανθρώπους. Δείχνει έναν νεαρό και ρωτάει τον παππού του γιατί είναι έτσι.
Στρέφω το κεφάλι μου προς τα εκεί που δείχνει το παιδί, αλλά δεν καταλαβαίνω πως είναι αυτό το έτσι. Ο φοιτητής μοιάζει λίγο χαμένος στον κόσμο του και πως δεν έχει συνηθίσει να κυκλοφορεί στην Αθήνα, αλλά δε νομίζω να εννοεί αυτό ένα παιδί. Ρωτάει ξανά τον παππού του. Του ψιθυρίζει στο αυτί «Αυτά που φοράει είναι ακουστικά για ν΄ακούει ωραία τραγούδια αντί για τις φωνάρες μας». «Εμεις γιατί δεν έχουμε ακουτικά παππού;», «Γιατί είμαστε παρέα εμείς κι αν βαρεθώ θα μου τραγουδάς εσύ», του απαντά.
Παραδίπλα ένας τρελός μας κοιτάζει και φωνάζει; «Τι περιμένετε εκεί; Περάστε μπροστά». Επαναλαμβάνει αυτή τη φράση ξανά και ξανά. Λες κι εμείς ψηνόμαστε να είμαστε στην κωλοουρά. Μια γυναίκα τον κοιτά και φωνάζει «Κοίτα έναν ηλίθιο ρε!», κι ύστερα επιστρέφει απότομα στη συζήτηση που είχε στο τηλέφωνο. Δύο άλλες κυρίες έρχονται σε αντιπαράθεση για το φλέγον θέμα:
-Γιατί καθόμαστε τόση ώρα; Ένα εισιτήριο θέλω.
-Γιατί δεν πάτε στο μηχάνημα;
-Δε βγάζει μειωμένα έξυπνη! Γι΄αυτό!
– Αν είχαν τέσσερα ταμεία ανοιχτά αντί για δύο θα ξεμπερδεύαμε.
-Δεν φταίνε, οι υπάλληλοι κάνουν ο,τι μπορούν. Πόσο παίρνει να γεμίσεις μια κάρτα; 3′ το πολύ. Είναι όλα περασμένα στον υπολογιστή. Αυτοί κάθονται εδώ στη σειρά και μας καθυστερούν.
-Δε νομίζω πως θέλει κανείς να καθυστερήσει εδώ πέρα.
Αδειάζει η μπροστινή σειρά. Ο φοιτητής βγάζει τ΄ακουστικά του, γυρίζει κεφάλι και λέει «Κυρία περάστε μπροστά άμα βιάζεστε. Δεν μπορώ τις εντάσεις». Κάτσαμε άλλα 5′ και φύγαμε. Δε θέλω να ξαναγυρίσω εκεί.