Αχ, αυτοί οι άνθρωποι. Ξυπνάνε κάθε μέρα χωρίς να έχουν ξεκουραστεί και βγαίνουν φουριόζοι από το σπίτι. Βιάζονται να πάνε εδώ κι εκεί, και όποιον πατήσει-πατήσει. Δε θέλω να μιλήσουμε πάλι για τους γέρους που σπρώχνουν ή τους επιβάτες που δεν περιμένουν να βγουν αυτοί που είναι να βγουν. Γυρίζω σπίτι κουρασμένος με τον ηλεκτρικό. Το μάτι μου αναζητά μια άδεια θέση. Μετά από δύο στάσεις, νομίζω πως βλέπω μια και κατευθύνομαι προς τα εκεί. Διαπιστώνω πως η θέση δεν είναι άδεια και πως εκεί κάθεται μια σακούλα. Στις σακούλες και στα back-packs καθώς φαίνεται δεν έχουν έχουν πει να παραχωρούν τη θέση τους στα άτομα που τη χρειάζονται. «Μπορώ να καθίσω;» Ρωτάω μα η τσάντα δεν απαντά. Κάθεται εκεί πλάι σε έναν μεσήλικα άντρα. Εγώ βρίσκω θέση μετά από λίγο, αλλά άλλοι στέκονται χωρίς να μιλούν. Σκέφτομαι. Κουράζεται βέβαια κι αυτή που έχει τόσο βάρος, αλλά μήπως είναι αγενής;
By
Posted on