Στο λεωφορείο δύο φοιτήτριες διαφορετικών πανεπιστημίων αλλά με κοινό αντικείμενο σπουδών συζητούν.
-Δυσκολεύτηκα πολύ να περάσω αυτό το μάθημα. Πήγε Σεπτέμβρη και πάλι δεν το πέρασα.
-Όλα δύσκολα είναι και ωραία.
-Ναι ωραία είναι, αλλά εγώ πρέπει να δουλέψω κιόλας.
-Εγώ δουλεύω σαν πωλήτρια. Αυτές είναι οι δουλειές που θα βρεις σα φοιτήτρια.
-Ντάξει, καλή δουλειά είναι, αλλά σπουδάζω για να δουλέψω πωλήτρια; Δεν το λέω υποτιμητικά.
-Μια χαρά δουλειά είναι. Ίσα απασχολούμαι μέχρι να πάρω το πτυχίο μου.
Μια μητέρα που άκουγε τη συζήτηση –όχι και τόσο διακριτικά- αναμιγνύεται λέγοντας πως η κόρη της δουλεύει σε κάποιο δικηγορικό γραφείο κι ευτυχώς δεν την είδε πωλήτρια.
(Θα ήθελα να σχολιάσω εκτενώς αυτές τις τρεις κυρίες, αλλά νομίζω ο καθένας βγάζει τα δικά του συμπεράσματα. Στο εξωτερικό η «φοιτητική εργασία» στέκει σαν όρος, γιατί το Πανεπιστήμιο σου δίνει ένα καλό μεροκάματο για να εργαστείς ένα 8ωρο την εβδομάδα ή δύο τετράωρα. Στην Ελλάδα, συνήθως η φοιτητική εργασία σημαίνει «είσαι κάτω από 24; θα παίρνεις 3.5 ευρώ την ώρα μεικτά και μην τολμήσεις να ζητήσεις ρεπό για να δώσεις μάθημα γιατί περιμένουν ουρά οι ενδιαφερόμενοι γι’ αυτή τη θέση»)