Ένας κύριος με ένα τσιγάρο μέσα στο αυτί του (όχι σαν μαστοράκι, όντως μέσα) αναζητάει τσαμπουκάδες.
Πάει σε μια παρέα δύο αγοριών. Ο ένας έχει την τσάντα του στο κάθισμα δίπλα του κι αυτό ερεθίζει τον μεθυσμένο (;) κύριο:
-Η τσάντα σου που πάει;
-Τι που πάει;
-Για να κρατάει ένα ολόκληρο κάθισμα, κάπου θα πηγαίνει.
-Είναι άδειο το τρένο και δεν ήθελα να την αφήσω κάτω να λερωθεί.
-Ν΄αφήσω και εγώ τα κλειδιά μου εδώ (ακουμπάει τα κλειδιά του στο απέναντι κάθισμα).
-Ωραία. Καλή σας διαδρομή.
-Με ειρωνεύεσαι, ρε τσογλάνι; Κατέβασε την τσάντα σου να κάτσω.
-Μπορείτε να κάτσετε σε τόσα άλλα καθίσματα.
-Δε θα μου πεις που να κάτσω ρε! Θέλω να κάτσω εγώ εδώ και απέναντι τα κλειδιά μου να τα βλέπω.
(Οι δύο νέοι κατεβαίνουν στην επόμενη στάση και επιβιβάζονται σε άλλο βαγόνι. Ο κύριος με το τσιγάρο στο αυτί κατεβαίνει στον σταθμό και μουρμουρίζει βρισιές. Τα κλειδιά του άραγε που πάνε;)