Σε αυτή την ιστορία, ας αφήσουμε λίγο την μαυρίλα των προηγούμενων εβδομάδων.
Σε βραδινό δρομολόγιο κάπου στην Κηφισίας, δύο έφηβοι –ένα αγόρι κι ένα κορίτσι- ανεβαίνουν με τη μερίδα τους κινέζικου φαγητού ανά χείρας. Τα πρόσωπά τους είναι χαμογελαστά και σκέφτομαι «ως τώρα θ΄αρχίσουν να λένε μαλακίες». Αντίθετα, τα δύο παιδιά αρχίζουν να επικοινωνούν στη νοηματική. Αισθάνθηκα άσχημα με τον εαυτό μου και έστρεψα το πρόσωπό μου στο παράθυρο. Ύστερα, τα δύο παιδιά απομονώνονται. Αρχίζω να σκέφτομαι πως θα ήθελα να «πω» κάτι στο γλυκό αγόρι με το σκουλαρίκι στο αυτί και τα δάχτυλα που παίζουν με τα chopsticks, αλλά δεν ξέρω πως. Άρχισα να γράφω ένα σημείωμα με το e-mail μου.
Μέχρι να το ολοκληρώσω ένας καλοσχηματισμένος νεαρός πλησιάζει τον κωφό συνεπιβάτη μας και κάνει κίνηση να φλερτάρει, αλλά η φίλη του αγοριού του εξηγεί με νοήματα πως ο φίλος της είναι κωφάλαλος. Ο νεαρός κοκκινίζει και γυρίζει στην παρέα του φωνάζοντας «Αλήθεια σας λέω! Δε μιλάει. Πάντως είναι τόσο όμορφος». Δύο στάσεις μετά, ο μη ομιλών συνομιλητής μας κατέβηκε από το λεωφορείο, αφού φίλησε στο στόμα την φίλη του, χωρίς να καταλάβει μέσα στην αμηχανία της νύχτας, πως κέρδισε ακούσια δύο ζευγάρια μάτια πάνω του.
(Γυρνώντας σπίτι σκέφτομαι γιατί η γλώσσα ν΄αποτελεί την κυρίαρχη επικοινωνία ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, την στιγμή που μπορούμε να νιώσουμε και να επικοινωνήσουμε με τόσους άλλους τρόπους)