Ένα ηλιοκαμμένο μεσημέρι σε λεωφορείο στα Δυτικά Προάστια. Με μια ταξιδιωτική τσάντα στον ώμο, βρίσκω άδεια θέση και υπολογίζω μια ήσυχη διαδρομή διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα. Μερικές στάσεις αργότερα, ένας κύριος μου ζητάει πολύ ευγενικά να σηκωθώ από τη θέση μου για να κάτσει μια κυρία με το μωρό της. Αρχικά, πεισμώνω που θ΄αποχωριστώ το κάθισμά μου (είχα περπατήσει επίτηδες ως την αφετηρία του δρομολογίου για να βρω κάθισμα), αλλά σκέφτηκα πως χρειαζόταν να το κάνω.
Σε λίγες στάσεις, στην απέναντι σειρά καθισμάτων σηκώνεται κάποιος και ένας ετοιμόρροπος κύριος πάει να καθίσει. Διακόπτεται, όμως από τον παρακλητικό κύριο για να καθίσει άλλο ένα από τα παιδιά της κυρίας στην οποία παραχώρησα τη θέση. Μου προξενεί πραγματική εντύπωση που ένα παιδί κάθεται για να μείνει όρθιος ένας μεσήλικας, καθώς όταν ήμασταν εμείς παιδιά δεν υπήρχε περίπτωση να καθίσουμε όταν ήταν όρθιος κάποιος μεγαλύτερος. Στην επόμενη στάση, επαναλαμβάνεται το ίδιο, μέχρι που σε μια τέταρτη αλλαγή θέση κάθεται και ο ίδιος παρακλητικός κύριος, ανενόχλητος που με είχε σηκώσει.
(Απορώ πόσα ακόμα παιδιά έχει αυτή η γυναίκα και γιατί δε νοικιάζουν φορτηγάκι; Γεννιούνται ακόμα πολύτεκνες οικογένειες; Τελικά, ποιος έχει προτεραιότητα να κάτσει; Και με έκλεψαν εκείνη τη μέρα γαμώτο. Άσχετο, αλλά ήθελα κάπου να τα πω.)