«Μην κάνεις αύριο, αυτό που μπορείς να κάνεις μεθαύριο». Μια στιγμή, κάτι νομίζω δεν ακούγεται σωστό . Γιατί να καθυστερούμε το καθετί;
Σωστά. Η γνώριμη σε όλους αναβολή. Γνώριμο πρόβλημα, αγιάτρευτο όμως; «Τα λέμε, και να πιούμε κανά καφέ, μην ξεχνιόμαστε» είπατε και πέρασε άλλη μία μέρα, αντάλλαξες άλλη μια τυπική καλησπέρα. «Θεατρικό εργαστήρι» έγραφε το χαρτί πάνω στη πόρτα που ποτέ δεν άνοιξες, γιατί πού χρόνος για τέτοια. Πόσες ευκαιρίες να ανοιχτείς στο άτομο, που μόνο με τη καλημέρα του, σε κάνει να χαμογελάς; Κι εδώ «αύριο, θα το κάνω αύριο» αναλογίστηκες, κι αυτό το αύριο δεν ήρθε ποτέ, με τα λόγια να γίνονται κομμάτια, όπως τραγούδησαν οι «Εκείνος και εκείνος».
Παραδείγματα καθημερινά, ακόμα πιο συχνά από όσο πιστεύουμε. Συχνά αιωρείται στην ατμόσφαιρα, το «δεν είχα ευκαιρία» ή το «άλλη στιγμή». Και ο χρόνος περνά, μένεις σε αυτά που σε βολεύουν, με τις σελίδες στο ημερολόγιο συνεχώς να αλλάζουν και μια επονείδιστη μετριότητα σε θέματα που ανέβαλλες για κάποια άλλη μέρα.
Βέβαια για να ακριβολογώ, υπάρχουν και περιπτώσεις που δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Δεν το αναβάλλεις, δε το αφήνεις στην άκρη σκοτώνοντας τις επιθυμίες, αλλά η επιθυμία σου φωλιάζεται μέσα σου, αρκεί μην δειλιάσεις την ώρα που πρέπει.
Οπότε μην αφήνεις αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα. Γιατί με τα απλά πράγματα αφήνεις στην άκρη άλλα πιο σημαντικά, το να εκφραστείς, να διασκεδάσεις, ακόμα κι να μοιραστείς συναισθήματα κι στιγμές. Μην ακυρώνεις συνεχώς τη πρόταση του φίλου σου για έξοδο, γιατί τα καλύτερα ξενύχτια έρχονται εκεί που δεν το περιμένεις.
Δεν σκοπεύω να γράψω πολλά ακόμα. Θα κλείσω με ένα αγαπημένο απόσπασμα του Χρόνη Μίσσιου:
«Έτσι, μ’ αυτή την κωλοεφεύρεση που την λένε ρολόι, σπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες σαν να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος γιατί δεν ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο κι πάλι φτου κι απ’ την αρχή.»
Γράφει ο Γιώργος Καρακώστας