Κεφάλαιο χωρισμός, ένα πονεμένο κεφάλαιο που δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην το έχει βιώσει. Σήμερα όμως δεν θα σας πω για αυτόν που μένει πίσω, αλλά για αυτόν που φεύγει. Μην βιαστείτε να μιλήσετε, ξέρω πολύ καλά τι θα πείτε και η απάντηση είναι πως ναι, πονάει και αυτός που φεύγει. Και πώς το ξέρω; Το έχω ζήσει από πρώτο χέρι, οπότε θα ακούσεις το πώς νιώθει αυτός που φεύγει. Έχεις πληγωθεί, αλλά δώσε μια ευκαιρία και δες. Πού ξέρεις, ίσως και να καταλάβεις κάποια πράγματα.
Αυτός που φεύγει πονάει. Πονάει πριν ακόμα φύγει, καθώς βλέπει πως δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να παρατήσει κάτι που δεν φτιάχνεται. Είναι αυτός που σιωπηλά θα προσπαθήσει πολύ για να φτιάξει την κατάσταση και να σε κάνει χαρούμενο πάλι, είναι αυτός που θα κάθεται και θα ακούει τις κραυγές ή τους λυγμούς σου, χωρίς να αντιδράσει, περιμένοντας στωικά να ηρεμήσεις. Θα σε πάρει αγκαλιά και θα προσπαθήσει να κολλήσει τα σπασμένα κομμάτια σου, ακόμα κι αν τα χέρια του είναι πληγωμένα από τα δικά του σπασμένα κομμάτια.
Αυτός που προτιμάει το φευγιό από το να μείνει και άλλο, έχει πολλή δύναμη μέσα του. Θέλει μεγάλη δύναμη να σηκωθείς να φύγεις από τον άνθρωπο σου, να κλείσεις με δύναμη την πόρτα πίσω σου, χωρίς να κοιτάξεις πίσω. Δεν λέω ότι αυτός που μένει είναι αδύναμος, απλά ο ένας από τους δυο βρίσκει τη δύναμη και επιλέγει αυτό που είναι το καλύτερο και για τους δυο, κι ας είναι η δύσκολη επιλογή. Μερικές φορές επικρατεί η λογική επιλογή του να φύγεις και όχι η συναισθηματική του να μείνεις.
Κανείς όμως δεν μπορεί να καταλάβει τι μπορεί να οδήγησε κάποιον στο να φύγει, όσο και αν αυτός το βροντοφωνάζει «Σε έκανα δυστυχισμένο», «Δεν μπορούσα να σου δώσω αυτά που ήθελες να σου δώσω», «Βαρέθηκα». Κανείς δεν θέλει να καταλάβει γιατί κανείς δεν βλέπει τον πόνο αυτού που φεύγει, όλοι βλέπουν τον πόνο αυτού που μένει. Αυτός που παίρνει την απόφαση του χωρισμού γίνεται πρόσωπο μισητό, απεχθές, ενώ ο χωρισμένος αναλαμβάνει το ρόλο του θύματος και βρίσκει πάτημα στην συμπαράσταση των φίλων για να βγάλει όλη την χολή και την πίκρα του τσακισμένου εγωισμού του.
Τότε όλοι σηκώνουν το δάχτυλο και κρίνουν αυτόν που φεύγει και τον τρόπο που φεύγει. Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως μπορείς να κρίνεις έναν άνθρωπο από μια συγκεκριμένη στιγμή του, πως γίνεται να σηκώνεις με τόση άνεση το δάχτυλο σου, ενώ ξέρεις ότι και εσύ διόλου αθώος δεν είσαι και αλάθητος. Αυτός που φεύγει πονάει και πονάει σιωπηλά, καθώς του έχουν κόψει το δικαίωμα να βιώσει όπως πρέπει την απουσία του ανθρώπου που διάλεξε να χάσει. Αν τολμήσει να το κάνει θα του πουν αμέσως «Επιλογή σου ήταν» και για αυτό επιλέγει να πονέσει σιωπηλά μόνος του, στην ασφάλεια του σπιτιού του, όπου κανείς δεν θα κρίνει τις επιλογές του.
Πονάμε εμείς που φεύγουμε, μην το ξεχνάτε, πονάμε εξίσου ίσως και παραπάνω μερικές φορές. Γινόμαστε ο αποδιοπομπαίος τράγος και οι δαχτυλοδειχτούμενοι, μας μισούν και μας προσάπτουν κατηγορίες και υποκοριστικά (από αυτά τα ωραία). Από ψυχούλες, γινόμαστε ξαφνικά άκαρδοι και κακοί. Αν τολμήσουμε να προσπαθήσουμε ξανά, γιατί άνθρωποι είμαστε και μας αρέσει να προσπαθούμε και φυσικά να πληγωνόμαστε, ερχόμαστε αντιμέτωποι με εσάς που θελήσαμε να αφήσουμε πίσω, αλλά και με τον περίγυρο σας που μας μισεί και μας ονομάζει ανάξιους για εσάς και την αγάπη σας.
Όμως ποια είμαι εγώ για να μιλάω; Άλλη μια ανάξια στον κόσμο που προσπαθεί να δικαιώσει αυτούς που φεύγουν και πονάνε σιωπηλά και μοναχικά.