Στο «Νεοέλληνα» του Τζίμη Πανούση, υπάρχει ένας στίχος που περιγράφει το σκηνικό πάνω στο οποίο υποβαστάζεται ο μύθος του Botox και της επώνυμης τσάντας, σε συνδυασμό με τη λα μινόρε που αγγίζει το «Μύκονοοος» των ιδρωμένων νεανίσκων στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ. «Καίω τα δέντρα, χτίζω μεζονέτες, θα κάνω τα παιδιά μου μαριονέτες».
Και έτσι είναι. Θα περίμενε κανείς ότι εν μέσω κρίσης θα διδάσκονταν διάφορα μαθήματα σχετικά με το πόσο άπληστος είναι σαν οντότητα ο άνθρωπος ή για την επανιεράρχηση των προτεραιοτήτων του. Eπενδύω, για παράδειγμα, στο να χαθώ στη ζεστή σάρκα της γνώσης, γιατί αυτή είναι μία πιστή ερωμένη. Κανένα κούρεμα καταθέσεων, κρίση, πόλεμος δεν δύνανται να μου την στερήσουν. Αντίθετα, η τσάντα με το χαρακτηριστικό λογότυπο και η εικοσάευρη ξαπλώστρα στα in νησιά του Αιγαίου χάνονται την επόμενη μέρα που μια σχετική ανακοίνωση του στυλ «Δυστυχώς, πτωχεύσαμε» βγει στο προσκήνιο.
Εντούτοις, οι άνθρωποι αποδεικνύονται ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Θα κάνουν οικονομία- θα κλείσουν τη θέρμανση μια ώρα νωρίτερα – προκειμένου να αγοράσουν το πουκάμισο με το κροκοδειλάκι ή τον τύπο που παίζει γκολφ. Όταν μας ρωτάνε «Πώς είσαι; Πώς νιώθεις σήμερα;» πρέπει να απαντάμε «μάρκα, αριθμός, χρήμα». Η αξία μου μετράται με βάση το φινετσάτο ξενοδοχείο με τα 55αστέρια, έστω και αν δε μου περισσεύουν χρήματα ούτε μέχρι το διπλανό beach bar να πεταχτώ. Πρέπει να φανεί ότι η τσέπη μου είναι αρκετά μεγάλη για λουξ και γυαλιστερά χαμόγελα. Πρέπει να αποδείξω ότι ανήκω και εγώ με τη σειρά μου στην ακμάζουσα τάξη με τα τρίπατα σπίτια, έστω και αν δεν έχω ανοίξει ποτέ βιβλίο για να δω ότι στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ ουσιαστικά αστική τάξη.
Και το κεφάλι μου σ΄όλον αυτόν τον αέναο αγώνα για να φτιάξω τη βιτρίνα του εαυτού μου, μένει ΑΔΕΙΟ. Χρησιμεύει μόνο για να υπολογίσω τη χάρτινη ευτυχία, aka χρήματα. Αγωνίζομαι, με άλλα λόγια, για να ικανοποιήσω το νέο θεό του 21ου αιώνα: Τα λεφτά. Λυπάμαι, γιατί η ζωή είναι σκληρή. Και όταν ο μπαμπάς μου ανακοινώσει ότι «δε μας περισσεύουν για το νησί των ανέμων, και θα παραθερίσουμε στο εξοχικό της γιαγιάς», θα νιώσω το status μου να γίνεται θρύψαλα. Ντινγκ.
Τι κρίμα που στενοχωριέμαι για την «κατάντια» μου, ενώ το παιδί του μετανάστη δίπλα, δε ξέρει καν τι σημαίνουν οι διακοπές. Λυπάμαι. γιατί το παιδί του μετανάστη, το οποίο νομίζει ότι η θάλασσα είναι μόνο πνιγμένα σώματα και όχι κουβαδάκια και πολύχρωμες πετσέτες, έχει πιο μεγάλη καρδιά από μένα, παιδί «νεόπλουτων» και «βολεμένων» γονιών.