Στο πρώτο εξάμηνο της σχολής μου είχα έναν καθηγητή που κάθε φορά που ανέβαινε τις γέρικες σκάλες της νέας φιλοσοφικής του ΑΠΘ, μας έβαζε τις φωνές επειδή ακριβώς φωνασκούσαμε και το μπούγιο που σχηματίζαμε έμοιαζε περισσότερο με κοτέτσι μπουχτισμένο από ανήσυχες κότες παρά με πολιτισμένους φοιτητές. Όταν, λοιπόν, έκλεινε τις πόρτες μας υπενθύμιζε ότι πρέπει να αποβάλουμε το αίσθημα του «Ελληναρά», που σαν άλλο δεκάχρονο ξεσηκώνει και ενοχλεί στην προσπάθεια του να κερδίσει την προσοχή του κόσμου και να κινούμαστε εν αντιθέσει, με διακριτικότητα και σεβασμό προς τους άλλους.
Και δυστυχώς ο «Ελληναράς» αυτός που περιέγραφε ο φίλτατος καθηγητής μου, φαίνεται να τρέχει στο αίμα μας σαν κακό ριζικό. Σε συναυλία που βρέθηκα πρόσφατα σε αρχαίο θέατρο η απαγόρευση προς τους παρευρισκομένους ήταν ρητή: όχι ποτά, φαγητά και τσιγάρο εντός του χώρου. Αλλά όχι. Οι μάγκες που κάθονταν από πίσω μου είχαν κουβαλήσει μια σακούλα με μπύρες, ενώ ενάλλασσαν τα τσιγάρα με ταχύτητα που θα ζήλευε και ο Μπολτ. Στην παρατήρηση της αγανακτισμένης εθελόντριας που προφανώς είχε απηυδήσει με το θράσος τους, απάντησαν με λόγια που ρέπουν προς το κίνημα του ωχαδελφισμού: «Έλα βρε κοπέλα μου, θα τα μαζέψουμε, και εμείς σεβόμαστε το χώρο, χαλάρωσε τελοσπάντων» με περισσή ενόχληση όλα τούτα και με τεντωμένες παλάμες που την παρακινούσαν να τους αφήσει ήσυχους.
Όλα αυτά είχαν τη βάση τους στη θεώρηση του Ελληναρά ότι «δε θα μου πει η κοπελίτσα πώς θα συμπεριφερθώ». Ναι, γιατί αν θα προσπαθούσε κανείς να σκιαγραφήσει το ψυχολογικό πορτραίτο του παραπάνω ανθρώπου, θα παρατηρούσε ότι στην ουσία πρόκειται για ένα δεκάχρονο που δε μεγάλωσε ποτέ. Ένα δεκάχρονο που δεν άκουσε ποτέ «όχι», αλλά έμαθε στον τσαμπουκά και τη μαγκιά της επιβολής. Έπαιζε με το μπαμπά του παιχνίδια χωρίς κανόνες, κρυφτό που φυλούσε διαρκώς κάποιος άλλος ποτέ όμως ο ίδιος. Στο σχολείο έσπαγε τα θρανία και έβαφε τους τοίχους, αλλά μπροστά στο διευθυντή έδειχνε το παιδί που δεν ήταν από την Ελλάδα. Το Αλβανάκι, το παιδί από τη Γεωργία αλλά ποτέ αυτός, ο Έλληνας.
Ναι, αυτή είναι άλλη μία από τις ποιότητες του Ελληναρά. Πέραν του ότι του αρέσει να κάνει φασαρία και να διασχίζει τους δρόμους με κόκκινο «γιατί μπορεί» και γιατί νομίζει ότι πρωταγωνιστεί στο Fast and Furious, διατείνεται ότι οι Έλληνες ανήκουν στη αρία φυλή. Αυτοί δεν χρωστάνε σε κανέναν μόνο τους χρωστάνε οι άλλοι, οι Ευρωπαίοι. Οι μετανάστες είναι για να ξεσπάμε τον πόνο και το θυμό της κρίσης και να τους πετάμε στη θάλασσα. Όταν έρχεται στο κομμάτι της πολιτικής, ρητορεύει με μεγαλοπρεπείς χειρονομίες καταμεσής του καφενείου, αλλά τη στιγμή της κάλπης θα ξαναψηφίσει τον βουλευτή που του κερνάει τον καφέ και θα του διορίσει το παιδί.
Πάνω από όλα όμως του αρέσει να φωνάζει. Ειδικά σε χώρους οικείους όπως στις ταβέρνες. Γιατί πιστεύει ότι όποιος ανεβάζει τα ντεσιμπέλ έχει και δίκιο. Επαγωγική μέθοδος σου λέει. Και όταν τον στραβοκοιτάξει εύλογα ο τουρίστας, πάνω από την τσαλακωμένη εφημερίδα του για το σαματά που προκαλεί, θα του ανταποδώσει με το ανήκουστο «όταν εμείς κάναμε τον Παρθενώνα, εσείς ζεσταινόσασταν σε σπηλιές».
Ο Ελληναράς. Δεν έχει θέση η κατ΄εικόνα και καθ΄ομοίωση παραγωγή τέτοιων νέων στον 21ο αιώνα. Γι΄αυτό την επόμενη φορά που νιώθεις να ανεβαίνει μέχρι το λαιμό σου αυτή η πρωτόγονη αίσθηση και θελήσεις να μειώσεις τη σερβιτόρα που σου ζητάει ευγενικά να σβήσεις το τσιγάρο σου, αν μη τι άλλο πνίξε την καταραμένη παρόρμηση και για μια φορά στη ζωή σου, κάνε ότι σου λένε. Πίστεψε με η επίδειξη σεβασμού προς τον άλλο είναι μια αναίμακτη διαδικασία.